Translation meaning & definition of the word "snare" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μερίδιο" στην ελληνική γλώσσα
Snare
[Φλερτ]noun
1. Something (often something deceptively attractive) that catches you unawares
- "The exam was full of trap questions"
- "It was all a snare and delusion"
- synonym:
- trap ,
- snare
1. Κάτι (συχνά κάτι απατηλά ελκυστικό) που σας πιάνει ξετυλίγει
- "Η εξέταση ήταν γεμάτη ερωτήσεις παγίδα"
- "Ήταν όλα ένα παραλήρημα και μια ψευδαίσθηση"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- παραπονιέμαι
2. A small drum with two heads and a snare stretched across the lower head
- synonym:
- snare drum ,
- snare ,
- side drum
2. Ένα μικρό τύμπανο με δύο κεφάλια και ένα τεντωμένο στο κάτω κεφάλι
- συνώνυμο:
- τύμπανο ,
- παραπονιέμαι ,
- πλευρικό τύμπανο
3. A surgical instrument consisting of wire hoop that can be drawn tight around the base of polyps or small tumors to sever them
- Used especially in body cavities
- synonym:
- snare
3. Ένα χειρουργικό όργανο που αποτελείται από στεφάνη σύρματος που μπορεί να τραβηχτεί σφιχτά γύρω από τη βάση πολύποδων ή μικρών όγκων
- Χρησιμοποιείται ειδικά σε κοιλότητες σώματος
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
4. Strings stretched across the lower head of a snare drum
- They make a rattling sound when the drum is hit
- synonym:
- snare
4. Οι χορδές τεντώνονται στο κάτω κεφάλι ενός τυμπάνου
- Κάνουν έναν ήχο κουδουνίσματος όταν χτυπάει το τύμπανο
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
5. A trap for birds or small mammals
- Often has a slip noose
- synonym:
- snare ,
- gin ,
- noose
5. Μια παγίδα για τα πουλιά ή τα μικρά θηλαστικά
- Συχνά έχει μια θηλιά ολίσθησης
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τζιν ,
- νουά
verb
1. Catch in or as if in a trap
- "The men trap foxes"
- synonym:
- trap ,
- entrap ,
- snare ,
- ensnare ,
- trammel
1. Πιάσε μέσα ή σαν σε παγίδα
- "Οι άνδρες παγιδεύουν αλεπούδες"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- παγιδεύω ,
- παραπονιέμαι ,
- εντάσσω ,
- τραμελέ
2. Entice and trap
- "The car salesman had snared three potential customers"
- synonym:
- hook ,
- snare
2. Παγίδα και δέλεαρ
- "Ο πωλητής του αυτοκινήτου είχε προσελκύσει τρεις πιθανούς πελάτες"
- συνώνυμο:
- γάντζος ,
- παραπονιέμαι