Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "snappy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυτικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Snappy

[Ζωηρός]
/snæpi/

adjective

1. Apt to speak irritably

  • "A snappish tone of voice"
    synonym:
  • snappish
  • ,
  • snappy

1. Ικανός να μιλήσει ευερέθιστα

  • "Ένας παραπλανητικός τόνος φωνής"
    συνώνυμο:
  • αποπνικτικόσ
  • ,
  • αναπηδήσ

2. Smart and fashionable

  • "Snappy conversation"
  • "Some sharp and whipping lines"
    synonym:
  • snappy
  • ,
  • whipping

2. Έξυπνος και μοντέρνος

  • "Ναρκωτική συζήτηση"
  • "Μερικές αιχμηρές και αποσπώμενες γραμμές"
    συνώνυμο:
  • αναπηδήσ
  • ,
  • μαστίγωμα

3. Pleasantly cold and invigorating

  • "Crisp clear nights and frosty mornings"
  • "A nipping wind"
  • "A nippy fall day"
  • "Snappy weather"
    synonym:
  • crisp
  • ,
  • frosty
  • ,
  • nipping
  • ,
  • nippy
  • ,
  • snappy

3. Ευχάριστα κρύο και αναζωογονητικό

  • "Τραγανές καθαρές νύχτες και παγωμένα πρωινά"
  • "Ένας ανεμοδαρμένος άνεμος"
  • "Μια θηλή ημέρα πτώσης"
  • "Απαίσιο καιρό"
    συνώνυμο:
  • τραγανός
  • ,
  • παγωμένος
  • ,
  • αποφλοίωση
  • ,
  • θηλή
  • ,
  • αναπηδήσ

4. Marked by up-to-dateness in dress and manners

  • "A dapper young man"
  • "A jaunty red hat"
    synonym:
  • dapper
  • ,
  • dashing
  • ,
  • jaunty
  • ,
  • natty
  • ,
  • raffish
  • ,
  • rakish
  • ,
  • spiffy
  • ,
  • snappy
  • ,
  • spruce

4. Χαρακτηρίζεται από την επικαιρότητα στο φόρεμα και τους τρόπους

  • "Ένας νεαρός άνδρας"
  • "Ένα αποτρόπαιο κόκκινο καπέλο"
    συνώνυμο:
  • παίζων
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • τρομακτικός
  • ,
  • νάτι
  • ,
  • παραπονεμένοσ
  • ,
  • τραχικόσ
  • ,
  • ασταθήσ
  • ,
  • αναπηδήσ
  • ,
  • ερυθρελάτη

5. Quick and energetic

  • "A brisk walk in the park"
  • "A lively gait"
  • "A merry chase"
  • "Traveling at a rattling rate"
  • "A snappy pace"
  • "A spanking breeze"
    synonym:
  • alert
  • ,
  • brisk
  • ,
  • lively
  • ,
  • merry
  • ,
  • rattling
  • ,
  • snappy
  • ,
  • spanking
  • ,
  • zippy

5. Γρήγορη και ενεργητική

  • "Ένα γρήγορο περπάτημα στο πάρκο"
  • "Ένα ζωντανό βάδισμα"
  • "Ένα χαρούμενο κυνηγητό"
  • "Ταξιδεύοντας με ρυθμό κουδουνίσματος"
  • "Ένας απειλητικός ρυθμός"
  • "Ένα χτυπητό αεράκι"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση
  • ,
  • βρυχικόσ
  • ,
  • ζωηρός
  • ,
  • χαρούμενος
  • ,
  • κουδουνίζω
  • ,
  • αναπηδήσ
  • ,
  • πατώ
  • ,
  • τσιγγούνησ