Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "snap" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σναπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Snap

[Συνδετήρασ]
/snæp/

noun

1. The act of catching an object with the hands

  • "Mays made the catch with his back to the plate"
  • "He made a grab for the ball before it landed"
  • "Martin's snatch at the bridle failed and the horse raced away"
  • "The infielder's snap and throw was a single motion"
    synonym:
  • catch
  • ,
  • grab
  • ,
  • snatch
  • ,
  • snap

1. Η πράξη της σύλληψης ενός αντικειμένου με τα χέρια

  • "Οι μήνες έκαναν την αλίευση με την πλάτη του στο πιάτο"
  • "Έβγαλε μια αρπαγή για την μπάλα πριν προσγειωθεί"
  • "Η αρπαγή του μάρτιν στο χαλινάρι απέτυχε και το άλογο έφυγε"
  • "Το σπάσιμο και η ρίψη του υπονόμου ήταν μια ενιαία κίνηση"
    συνώνυμο:
  • αλιεύω
  • ,
  • αρπάζω
  • ,
  • αποτυγχάνω

2. A spell of cold weather

  • "A cold snap in the middle of may"
    synonym:
  • snap

2. Ένα ξόρκι κρύου καιρού

  • "Ένα κρύο στα μέσα μαΐου"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

3. Tender green beans without strings that easily snap into sections

    synonym:
  • snap bean
  • ,
  • snap

3. Τρυφερά πράσινα φασόλια χωρίς χορδές που μπαίνουν εύκολα σε τμήματα

    συνώνυμο:
  • φασόλι
  • ,
  • αποτυγχάνω

4. A crisp round cookie flavored with ginger

    synonym:
  • gingersnap
  • ,
  • ginger snap
  • ,
  • snap
  • ,
  • ginger nut

4. Ένα τραγανό στρογγυλό μπισκότο αρωματισμένο με τζίντζερ

    συνώνυμο:
  • τζίνγκερσναπ
  • ,
  • τζίντζερ
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • καρύδι τζίντζερ

5. The noise produced by the rapid movement of a finger from the tip to the base of the thumb on the same hand

  • "Servants appeared at the snap of his fingers"
    synonym:
  • snap

5. Ο θόρυβος που παράγεται από την ταχεία κίνηση ενός δακτύλου από την άκρη στη βάση του αντίχειρα στο ίδιο χέρι

  • "Οι υπηρέτες εμφανίστηκαν στο χτύπημα των δακτύλων του"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

6. A sudden sharp noise

  • "The crack of a whip"
  • "He heard the cracking of the ice"
  • "He can hear the snap of a twig"
    synonym:
  • crack
  • ,
  • cracking
  • ,
  • snap

6. Ένας ξαφνικός απότομος θόρυβος

  • "Η ρωγμή ενός μαστιγίου"
  • "Άκουσε το ράγισμα του πάγου"
  • "Μπορεί να ακούσει το σπάσιμο ενός κλαδιού"
    συνώνυμο:
  • ραβδίζω
  • ,
  • ρωγμή
  • ,
  • αποτυγχάνω

7. A sudden breaking

    synonym:
  • snap

7. Ένα ξαφνικό σπάσιμο

    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

8. The tendency of a body to return to its original shape after it has been stretched or compressed

  • "The waistband had lost its snap"
    synonym:
  • elasticity
  • ,
  • snap

8. Η τάση ενός σώματος να επιστρέψει στο αρχικό του σχήμα αφού έχει τεντωθεί ή συμπιεστεί

  • "Η ζώνη της μέσης είχε χάσει το σπάσιμο της"
    συνώνυμο:
  • ελαστικότητα
  • ,
  • αποτυγχάνω

9. An informal photograph

  • Usually made with a small hand-held camera
  • "My snapshots haven't been developed yet"
  • "He tried to get unposed shots of his friends"
    synonym:
  • snapshot
  • ,
  • snap
  • ,
  • shot

9. Μια άτυπη φωτογραφία

  • Συνήθως γίνεται με μια μικρή φορητή κάμερα
  • "Τα στιγμιότυπά μου δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα"
  • "Προσπάθησε να πάρει ανεπιβολή πλάνα των φίλων του"
    συνώνυμο:
  • στιγμιότυπο
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • πυροβολισμός

10. A fastener used on clothing

  • Fastens with a snapping sound
  • "Children can manage snaps better than buttons"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • snap fastener
  • ,
  • press stud

10. Ένας συνδετήρας που χρησιμοποιείται στα ρούχα

  • Κλείνει με έναν ήχο που τραβάει
  • "Τα παιδιά μπορούν να διαχειριστούν τα στιγμιότυπα καλύτερα από τα κουμπιά"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • συνδετήρας
  • ,
  • πατώ

11. Any undertaking that is easy to do

  • "Marketing this product will be no picnic"
    synonym:
  • cinch
  • ,
  • breeze
  • ,
  • picnic
  • ,
  • snap
  • ,
  • duck soup
  • ,
  • child's play
  • ,
  • pushover
  • ,
  • walkover
  • ,
  • piece of cake

11. Κάθε επιχείρηση που είναι εύκολο να το κάνει

  • "Το μάρκετινγκ αυτού του προϊόντος δεν θα είναι πικνίκ"
    συνώνυμο:
  • τσιγγούνη
  • ,
  • αεράκι
  • ,
  • πικνίκ
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • σούπα πάπιας
  • ,
  • παιδικό παιχνίδι
  • ,
  • πιέζω
  • ,
  • περιπατώ
  • ,
  • κομμάτι κέικ

12. The act of snapping the fingers

  • Movement of a finger from the tip to the base of the thumb on the same hand
  • "He gave his fingers a snap"
    synonym:
  • snap

12. Η πράξη της αποτρίχωσης των δακτύλων

  • Κίνηση ενός δακτύλου από την άκρη στη βάση του αντίχειρα στο ίδιο χέρι
  • "Έδωσε στα δάχτυλά του ένα τσίμπημα"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

13. (american football) putting the ball in play by passing it (between the legs) to a back

  • "The quarterback fumbled the snap"
    synonym:
  • centering
  • ,
  • snap

13. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) βάζει την μπάλα στο παιχνίδι περνώντας την (ανάμεσα στα πόδια) σε μια πλάτη

  • "Το τέταρτο της πλάτης κατέλαβε το σπάσιμο"
    συνώνυμο:
  • επικεντρώνοντασ
  • ,
  • αποτυγχάνω

verb

1. Utter in an angry, sharp, or abrupt tone

  • "The sales clerk snapped a reply at the angry customer"
  • "The guard snarled at us"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • snarl

1. Προφορά με θυμωμένο, αιχμηρό ή απότομο τόνο

  • "Ο υπάλληλος πωλήσεων έσπασε μια απάντηση στον θυμωμένο πελάτη"
  • "Ο φύλακας μας τραβούσε"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • παραπονιέμαι

2. Separate or cause to separate abruptly

  • "The rope snapped"
  • "Tear the paper"
    synonym:
  • tear
  • ,
  • rupture
  • ,
  • snap
  • ,
  • bust

2. Διαχωρίστε ή προκαλέστε απότομα το χωρισμό

  • "Το σχοινί έσπασε"
  • "Δακρύστε το χαρτί"
    συνώνυμο:
  • σχίζω
  • ,
  • ρήξη
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • προβληματισμόσ

3. Break suddenly and abruptly, as under tension

  • "The pipe snapped"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • crack

3. Σπάστε ξαφνικά και απότομα, όπως κάτω από την ένταση

  • "Ο σωλήνας έσπασε"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • ραβδίζω

4. Move or strike with a noise

  • "He clicked on the light"
  • "His arm was snapped forward"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • click

4. Μετακίνηση ή χτύπημα με θόρυβο

  • "Κάνει κλικ στο φως"
  • "Το χέρι του έσπασε προς τα εμπρός"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • κάντε κλικ στο

5. Close with a snapping motion

  • "The lock snapped shut"
    synonym:
  • snap

5. Κλείστε με μια κίνηση που τραβάει

  • "Η κλειδαριά έσπασε"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

6. Make a sharp sound

  • "His fingers snapped"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • crack

6. Κάνω έναν αιχμηρό ήχο

  • "Τα δάχτυλά του έσπασαν"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • ραβδίζω

7. Move with a snapping sound

  • "Bullets snapped past us"
    synonym:
  • snap

7. Μετακινήστε με έναν ήχο που τραβάει

  • "Οι φουλαπίδες μας έσπασαν"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

8. To grasp hastily or eagerly

  • "Before i could stop him the dog snatched the ham bone"
    synonym:
  • snatch
  • ,
  • snatch up
  • ,
  • snap

8. Να αντιληφθεί βιαστικά ή με ανυπομονησία

  • "Πριν μπορέσω να τον σταματήσω, ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο του ζαμπόν"
    συνώνυμο:
  • αρπάζω
  • ,
  • αποτυγχάνω

9. Put in play with a snap

  • "Snap a football"
    synonym:
  • snap

9. Βάλτε στο παιχνίδι με ένα παιχνίδι

  • "Παίζω ποδόσφαιρο"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

10. Cause to make a snapping sound

  • "Snap your fingers"
    synonym:
  • snap
  • ,
  • click
  • ,
  • flick

10. Αιτία να κάνει έναν ήχο που τρέχει

  • "Σφίξτε τα δάχτυλά σας"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • κάντε κλικ στο
  • ,
  • παίζω

11. Lose control of one's emotions

  • "When she heard that she had not passed the exam, she lost it completely"
  • "When her baby died, she snapped"
    synonym:
  • break down
  • ,
  • lose it
  • ,
  • snap

11. Χάνουν τον έλεγχο των συναισθημάτων τους

  • "Όταν άκουσε ότι δεν είχε περάσει τις εξετάσεις, το έχασε εντελώς"
  • "Όταν πέθανε το μωρό της, έσπασε"
    συνώνυμο:
  • διασπώ
  • ,
  • χάνω
  • ,
  • αποτυγχάνω

12. Bring the jaws together

  • "He snapped indignantly"
    synonym:
  • snap

12. Φέρτε τα σαγόνια μαζί

  • "Σπατάλησε αγανακτισμένος"
    συνώνυμο:
  • αποτυγχάνω

13. Record on photographic film

  • "I photographed the scene of the accident"
  • "She snapped a picture of the president"
    synonym:
  • photograph
  • ,
  • snap
  • ,
  • shoot

13. Εγγραφή σε φωτογραφική ταινία

  • "Φωτογράφισα τη σκηνή του ατυχήματος"
  • "Κατάφερε να σπάσει μια φωτογραφία του προέδρου"
    συνώνυμο:
  • φωτογραφία
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • πυροβολώ

Examples of using

When I snap my fingers, you'll wake up.
Όταν χτυπήσω τα δάχτυλά μου, θα ξυπνήσεις.
It's a snap once you get the hang of it.
Είναι ένα τράβηγμα μόλις το κρεμάσετε.
A home is a once-in-a-lifetime purchase so you don't want to make any snap decisions.
Ένα σπίτι είναι μια αγορά μια φορά στη ζωή, έτσι δεν θέλετε να πάρετε οποιεσδήποτε αποφάσεις.