Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "smut" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μικρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Smut

[Λερώνω]
/smət/

noun

1. A black colloidal substance consisting wholly or principally of amorphous carbon and used to make pigments and ink

    synonym:
  • carbon black
  • ,
  • lampblack
  • ,
  • soot
  • ,
  • smut
  • ,
  • crock

1. Μια μαύρη κολλοειδής ουσία που αποτελείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από άμορφο άνθρακα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή χρωστικών και μελανιών

    συνώνυμο:
  • μαύρο άνθρακα
  • ,
  • λαμπτήρασ
  • ,
  • αιθάλη
  • ,
  • παραμορφώνω
  • ,
  • περικομμένοσ

2. Destructive diseases of plants (especially cereal grasses) caused by fungi that produce black powdery masses of spores

    synonym:
  • smut

2. Καταστροφικές ασθένειες των φυτών (ειδικά χόρτα δημητριακών) που προκαλούνται από μύκητες που παράγουν μαύρες σκόνες μάζες σπορίων

    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω

3. Any fungus of the order ustilaginales

    synonym:
  • smut
  • ,
  • smut fungus

3. Οποιοσδήποτε μύκητας της τάξης ουστιλαγινάλες

    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω
  • ,
  • πνιγηρός μύκητας

4. An offensive or indecent word or phrase

    synonym:
  • obscenity
  • ,
  • smut
  • ,
  • vulgarism
  • ,
  • filth
  • ,
  • dirty word

4. Μια προσβλητική ή άσεμνη λέξη ή φράση

    συνώνυμο:
  • αισχρότητα
  • ,
  • παραμορφώνω
  • ,
  • χυδαϊσμόσ
  • ,
  • βρωμιά
  • ,
  • βρώμικη λέξη

5. Creative activity (writing or pictures or films etc.) of no literary or artistic value other than to stimulate sexual desire

    synonym:
  • pornography
  • ,
  • porno
  • ,
  • porn
  • ,
  • erotica
  • ,
  • smut

5. Δημιουργική δραστηριότητα ( γραφή ή εικόνες ή ταινίες κ.λπ.) χωρίς λογοτεχνική ή καλλιτεχνική αξία εκτός από την τόνωση της σεξουαλικής επλικής επλικής

    συνώνυμο:
  • πορνογραφία
  • ,
  • πορνό
  • ,
  • ερότιτσα
  • ,
  • παραμορφώνω

verb

1. Make obscene

  • "This line in the play smuts the entire act"
    synonym:
  • smut

1. Αισχρόσ

  • "Αυτή η γραμμή στο παιχνίδι καταστρέφει ολόκληρη την πράξη"
    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω

2. Stain with a dirty substance, such as soot

    synonym:
  • smut

2. Λεκέ με μια βρώμικη ουσία, όπως αιθάλη

    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω

3. Become affected with smut

  • "The corn smutted and could not be eaten"
    synonym:
  • smut

3. Επηρεάζεται από το πορνό

  • "Το καλαμπόκι μουτζουρωμένο και δεν μπορούσε να φαγωθεί"
    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω

4. Affect with smut or mildew, as of a crop such as corn

    synonym:
  • smut

4. Επηρεάζει με το πορφυρό ή το ωίδιο, από μια καλλιέργεια όπως το καλαμπόκι

    συνώνυμο:
  • παραμορφώνω