Translation meaning & definition of the word "smuggling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαθρεμπόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smuggling
[Λαθρεμπόριο]/sməglɪŋ/
noun
1. Secretly importing prohibited goods or goods on which duty is due
- synonym:
- smuggling
1. Κρυφή εισαγωγή απαγορευμένων αγαθών ή αγαθών στα οποία οφείλεται δασμός
- συνώνυμο:
- λαθρεμπόριο
Examples of using
I heard that Tom had been smuggling drugs into America for years before he got caught.
Άκουσα ότι ο Τομ έκανε λαθρεμπόριο ναρκωτικών στην Αμερική για χρόνια πριν τον πιάσουν.