Translation meaning & definition of the word "smuggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λατρεύω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smuggle
[Λαθρεμπόριο]/sməgəl/
verb
1. Import or export without paying customs duties
- "She smuggled cigarettes across the border"
- synonym:
- smuggle
1. Εισαγωγή ή εξαγωγή χωρίς την καταβολή τελωνειακών δασμών
- "Λαθρεμπόριο τσιγάρων πέρα από τα σύνορα"
- συνώνυμο:
- λαθρεμπόριο