Translation meaning & definition of the word "smug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξυπνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smug
[Χυμός]/sməg/
adjective
1. Marked by excessive complacency or self-satisfaction
- "A smug glow of self-congratulation"
- synonym:
- smug ,
- self-satisfied
1. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικό εφησυχασμό ή αυτοϊκανοποίηση
- "Μια λάμψη αυτοσυγχαρητηρίωσης"
- συνώνυμο:
- αποσπώ ,
- αυτοϊκανοποιημένος