Translation meaning & definition of the word "smoky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπνός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smoky
[Καπνώδησ]/smoʊki/
adjective
1. Marked by or emitting or filled with smoke
- "Smoky rafters"
- "Smoky chimneys"
- "A smoky fireplace"
- "A smoky corridor"
- synonym:
- smoky
1. Επισημαίνεται ή εκπέμπει ή γεμίζει με καπνό
- "Καυτά δοκάρια"
- "Καυτερές καμινάδες"
- "Ένα καπνιστό τζάκι"
- "Ένας καπνιστός διάδρομος"
- συνώνυμο:
- καπνιστόσ
2. Tasting of smoke
- "Smoky sausages"
- synonym:
- smoky
2. Γευσιγνωσία του καπνού
- "Καυτά λουκάνικα"
- συνώνυμο:
- καπνιστόσ