Translation meaning & definition of the word "smoker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smoker
[Καπνιστής]/smoʊkər/
noun
1. A person who smokes tobacco
- synonym:
- smoker ,
- tobacco user
1. Είναι ένα άτομο που καπνίζει καπνό
- συνώνυμο:
- καπνιστήσ ,
- χρήστης καπνού
2. A party for men only (or one considered suitable for men only)
- synonym:
- stag party ,
- smoker
2. Ένα πάρτι για άνδρες μόνο (ή ένα θεωρείται κατάλληλο για άνδρες μόνο)
- συνώνυμο:
- πάρτι ,
- καπνιστήσ
3. A passenger car for passengers who wish to smoke
- synonym:
- smoker ,
- smoking car ,
- smoking carriage ,
- smoking compartment
3. Επιβατικό αυτοκίνητο για επιβάτες που επιθυμούν να καπνίσουν
- συνώνυμο:
- καπνιστήσ ,
- αυτοκίνητο καπνίσματος ,
- μεταφορά καπνίσματος ,
- διαμέρισμα καπνίσματος