Translation meaning & definition of the word "smoked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπνιστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smoked
[Καπνιστό]/smoʊkt/
adjective
1. (used especially of meats and fish) dried and cured by hanging in wood smoke
- synonym:
- smoked ,
- smoke-cured ,
- smoke-dried
1. (χρησιμοποιείται ειδικά για κρέατα και ψάρι) αποξηραμένο και θεραπευμένο με κρέμασμα σε καπνό από ξύλο
- συνώνυμο:
- καπνιστός ,
- καπνός ,
- αποξηραμένος καπνός
Examples of using
I've smoked a tear in my lung.
Έχω καπνίσει ένα δάκρυ στον πνεύμονά μου.
When was the last time you smoked a cigarette?
Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάπνιζες τσιγάρο?
Have you ever smoked?
Έχετε καπνίσει ποτέ?