Translation meaning & definition of the word "smoke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπνός" στην ελληνική γλώσσα
Smoke
[Καπνός]noun
1. A cloud of fine particles suspended in a gas
- synonym:
- smoke ,
- fume
1. Ένα σύννεφο λεπτών σωματιδίων που αιωρούνται σε ένα αέριο
- συνώνυμο:
- καπνός ,
- απατεώνασ
2. A hot vapor containing fine particles of carbon being produced by combustion
- "The fire produced a tower of black smoke that could be seen for miles"
- synonym:
- smoke ,
- smoking
2. Θερμός ατμός που περιέχει λεπτά σωματίδια άνθρακα που παράγονται με καύση
- "Η φωτιά παρήγαγε έναν πύργο μαύρου καπνού που μπορούσε να δει για μίλια"
- συνώνυμο:
- καπνός ,
- κάπνισμα
3. An indication of some hidden activity
- "With all that smoke there must be a fire somewhere"
- synonym:
- smoke
3. Ένδειξη κρυφής δραστηριότητας
- "Με όλο αυτό τον καπνό πρέπει να υπάρχει μια φωτιά κάπου"
- συνώνυμο:
- καπνός
4. Something with no concrete substance
- "His dreams all turned to smoke"
- "It was just smoke and mirrors"
- synonym:
- smoke
4. Κάτι χωρίς συγκεκριμένη ουσία
- "Τα όνειρά του έγιναν όλα καπνιστά"
- "Ήταν απλά καπνός και καθρέφτες"
- συνώνυμο:
- καπνός
5. Tobacco leaves that have been made into a cylinder
- synonym:
- roll of tobacco ,
- smoke
5. Φύλλα καπνού που έχουν γίνει κύλινδρος
- συνώνυμο:
- ρολό καπνού ,
- καπνός
6. Street names for marijuana
- synonym:
- pot ,
- grass ,
- green goddess ,
- dope ,
- weed ,
- gage ,
- sess ,
- sens ,
- smoke ,
- skunk ,
- locoweed ,
- Mary Jane
6. Ονόματα οδών για τη μαριχουάνα
- συνώνυμο:
- δοχείο ,
- χορτάρι ,
- πράσινη θεά ,
- ντόπε ,
- ζιζάνιο ,
- αεροπλάνο ,
- ασ ,
- αίσθηση ,
- καπνός ,
- παραλύω ,
- αποθήκη ,
- Μαίρη Τζέιν
7. The act of smoking tobacco or other substances
- "He went outside for a smoke"
- "Smoking stinks"
- synonym:
- smoke ,
- smoking
7. Η πράξη του καπνίσματος καπνού ή άλλων ουσιών
- "Βγήκε έξω για καπνό"
- "Βρωμάει το κάπνισμα"
- συνώνυμο:
- καπνός ,
- κάπνισμα
8. (baseball) a pitch thrown with maximum velocity
- "He swung late on the fastball"
- "He showed batters nothing but smoke"
- synonym:
- fastball ,
- heater ,
- smoke ,
- hummer ,
- bullet
8. (βασεμπολ) ένα γήπεδο που ρίχνεται με μέγιστη ταχύτητα
- "Ταλαντεύτηκε αργά στο ντάρτμπολ"
- "Δεν έδειξε τίποτα άλλο παρά καπνό"
- συνώνυμο:
- νταρκλ ,
- θερμαντήρας ,
- καπνός ,
- βουητό ,
- σφαίρα
verb
1. Inhale and exhale smoke from cigarettes, cigars, pipes
- "We never smoked marijuana"
- "Do you smoke?"
- synonym:
- smoke
1. Εισπνεύστε και εκπνεύστε καπνό από τσιγάρα, πούρα, σωλήνες
- "Ποτέ δεν κάπνιζα μαριχουάνα"
- "Καπνίζεις?"
- συνώνυμο:
- καπνός
2. Emit a cloud of fine particles
- "The chimney was fuming"
- synonym:
- fume ,
- smoke
2. Εκπέμπουν ένα σύννεφο λεπτών σωματιδίων
- "Η καμινάδα απολυμάνθηκε"
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- καπνός