Translation meaning & definition of the word "smock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smock
[Σπρώχνω]/smɑk/
noun
1. A loose coverall (coat or frock) reaching down to the ankles
- synonym:
- duster ,
- gaberdine ,
- gabardine ,
- smock ,
- dust coat
1. Ένα χαλαρό κάλυμμα (κοάτ ή παγό) που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους
- συνώνυμο:
- ξεσκονόπανο ,
- γκαμπερντίν ,
- γκαμπαρντίν ,
- αποτυγχάνω ,
- παλτό
verb
1. Embellish by sewing in straight lines crossing each other diagonally
- "The folk dancers wore smocked shirts"
- synonym:
- smock
1. Στολίζουν με το ράψιμο σε ευθείες γραμμές που διασχίζουν το ένα το άλλο διαγώνια
- "Οι χορευτές φορούσαν πουκάμισα"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω