Translation meaning & definition of the word "smiling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμογελώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smiling
[Χαμογελώντας]/smaɪlɪŋ/
noun
1. A facial expression characterized by turning up the corners of the mouth
- Usually shows pleasure or amusement
- synonym:
- smile ,
- smiling ,
- grin ,
- grinning
1. Μια έκφραση προσώπου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των γωνιών του στόματος
- Συνήθως δείχνει ευχαρίστηση ή διασκέδαση
- συνώνυμο:
- χαμόγελο ,
- χαμογελώντας
adjective
1. Smiling with happiness or optimism
- "Come to my arms, my beamish boy!"- lewis carroll
- "A room of smiling faces"
- "A round red twinkly santa claus"
- synonym:
- beamish ,
- smiling(a) ,
- twinkly
1. Χαμογελώντας με ευτυχία ή αισιοδοξία
- "Ελάτε στα χέρια μου, το ακτινοβόλο αγόρι μου!" - λιούις κάρολ
- "Ένα δωμάτιο χαμογελαστών προσώπων"
- "Ένας στρογγυλός κόκκινος λαμπερός άγιος βασίλης"
- συνώνυμο:
- ακτινωτό ,
- χαμογελαστό() ,
- λαμπερά
Examples of using
I couldn't keep from smiling.
Δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω.
Tom could not help smiling.
Ο Τομ δεν μπορούσε να βοηθήσει να χαμογελάσει.
I could not help smiling.
Δεν μπορούσα να βοηθήσω να χαμογελάσω.