Translation meaning & definition of the word "smelt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξυπνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smelt
[Μυρίζω]/smɛlt/
noun
1. Small cold-water silvery fish
- Migrate between salt and fresh water
- synonym:
- smelt
1. Μικρά ψάρια αργυρά ψυχρού νερού
- Μεταναστεύετε μεταξύ αλατιού και γλυκού νερού
- συνώνυμο:
- επιχαλύβδωσε
2. Small trout-like silvery marine or freshwater food fishes of cold northern waters
- synonym:
- smelt
2. Μικρά ψάρια πέστροφας που μοιάζουν με ασημένια θαλάσσια ή γλυκά τρόφιμα των κρύων βόρειων υδάτων
- συνώνυμο:
- επιχαλύβδωσε
verb
1. Extract (metals) by heating
- synonym:
- smelt
1. Εκχύλισμα (μεταλλ) με θέρμανση
- συνώνυμο:
- επιχαλύβδωσε