Translation meaning & definition of the word "smelly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυρωδιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smelly
[Μυρωδάτος]/smɛli/
adjective
1. Offensively malodorous
- "A foul odor"
- "The kitchen smelled really funky"
- synonym:
- fetid ,
- foetid ,
- foul ,
- foul-smelling ,
- funky ,
- noisome ,
- smelly ,
- stinking ,
- ill-scented
1. Επιθετικά κακόδουλο
- "Μια άσχημη μυρωδιά"
- "Η κουζίνα μύριζε πραγματικά αστείο"
- συνώνυμο:
- φετίχ ,
- εμβρυοειδήσ ,
- φάουλ ,
- φουλάρι-μυρωδιά ,
- αστείος ,
- θορυβώδησ ,
- δύσοσμα ,
- βρωμάει ,
- αναξιοπρεπήσ