Translation meaning & definition of the word "smell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οσμή" στην ελληνική γλώσσα
Smell
[Μυρωδιά]noun
1. The sensation that results when olfactory receptors in the nose are stimulated by particular chemicals in gaseous form
- "She loved the smell of roses"
- synonym:
- smell ,
- odor ,
- odour ,
- olfactory sensation ,
- olfactory perception
1. Η αίσθηση που προκύπτει όταν οι οσφρητικοί υποδοχείς στη μύτη διεγείρονται από συγκεκριμένες χημικές ουσίες σε αέρια μορφή
- "Αγαπούσε τη μυρωδιά των τριαντάφυλλων"
- συνώνυμο:
- μυρωδιά ,
- οσμή ,
- οσφρητική αίσθηση ,
- οσφρητική αντίληψη
2. Any property detected by the olfactory system
- synonym:
- olfactory property ,
- smell ,
- aroma ,
- odor ,
- odour ,
- scent
2. Οποιαδήποτε ιδιότητα ανιχνεύεται από το οσφρητικό σύστημα
- συνώνυμο:
- οσφρητική ιδιοκτησία ,
- μυρωδιά ,
- άρωμα ,
- οσμή
3. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people
- "The feel of the city excited him"
- "A clergyman improved the tone of the meeting"
- "It had the smell of treason"
- synonym:
- spirit ,
- tone ,
- feel ,
- feeling ,
- flavor ,
- flavour ,
- look ,
- smell
3. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους
- "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
- "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
- "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- τόνος ,
- αισθάνομαι ,
- αίσθηση ,
- γεύση ,
- κοίτα ,
- μυρωδιά
4. The faculty that enables us to distinguish scents
- synonym:
- smell ,
- sense of smell ,
- olfaction ,
- olfactory modality
4. Η σχολή που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα αρώματα
- συνώνυμο:
- μυρωδιά ,
- αίσθηση της όσφρησης ,
- όσφρηση ,
- οσφρητική τροπικότητα
5. The act of perceiving the odor of something
- synonym:
- smell ,
- smelling
5. Η πράξη της αντίληψης της οσμής του κάτι
- συνώνυμο:
- μυρωδιά ,
- μυρίζοντασ
verb
1. Inhale the odor of
- Perceive by the olfactory sense
- synonym:
- smell
1. Εισπνεύστε τη μυρωδιά του
- Αντιλαμβάνεται από την οσφρητική αίσθηση
- συνώνυμο:
- μυρωδιά
2. Emit an odor
- "The soup smells good"
- synonym:
- smell
2. Εκπέμπω μια οσμή
- "Η σούπα μυρίζει καλά"
- συνώνυμο:
- μυρωδιά
3. Smell bad
- "He rarely washes, and he smells"
- synonym:
- smell
3. Μυρίζω άσχημα
- "Σπάνια πλένει και μυρίζει"
- συνώνυμο:
- μυρωδιά
4. Have an element suggestive (of something)
- "His speeches smacked of racism"
- "This passage smells of plagiarism"
- synonym:
- smack ,
- reek ,
- smell
4. Έχετε ένα στοιχείο που υποδηλώνει κάτι (
- "Οι ομιλίες του καταστράφηκαν από ρατσισμό"
- "Αυτό το απόσπασμα μυρίζει λογοκλοπή"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- περιπλέκω ,
- μυρωδιά
5. Become aware of not through the senses but instinctively
- "I sense his hostility"
- "I smell trouble"
- "Smell out corruption"
- synonym:
- smell ,
- smell out ,
- sense
5. Να είστε ενήμεροι όχι μέσω των αισθήσεων αλλά ενστικτωδώς
- "Νιώθω την εχθρότητά του"
- "Μυρίζω πρόβλημα"
- "Μυρωδιά διαφθοράς"
- συνώνυμο:
- μυρωδιά ,
- μυρίζω ,
- αίσθηση