Translation meaning & definition of the word "smear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξυπνος" στην ελληνική γλώσσα
Smear
[Επίχρισμα]noun
1. Slanderous defamation
- synonym:
- smear ,
- vilification ,
- malignment
1. Συκοφαντική δυσφήμιση
- συνώνυμο:
- επίχρισμα ,
- εξαπάτηση ,
- κακοήθεια
2. A thin tissue or blood sample spread on a glass slide and stained for cytologic examination and diagnosis under a microscope
- synonym:
- smear ,
- cytologic smear ,
- cytosmear
2. Ένα λεπτό δείγμα ιστού ή αίματος εξαπλώθηκε σε μια γυάλινη φωτογραφική διαφάνεια και χρωματίστηκε για κυτταρολογική εξέταση και διάγνωση
- συνώνυμο:
- επίχρισμα ,
- κυτταρολογικό επίχρισμα ,
- κυτταροσωλήνων
3. A blemish made by dirt
- "He had a smudge on his cheek"
- synonym:
- smudge ,
- spot ,
- blot ,
- daub ,
- smear ,
- smirch ,
- slur
3. Μια ψεγάδι φτιαγμένη από βρωμιά
- "Είχε ένα λεύκωμα στο μάγουλό του"
- συνώνυμο:
- λερώνω ,
- σημείο ,
- κηλίδα ,
- ντάουμπ ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- παραφωνώ
4. An act that brings discredit to the person who does it
- "He made a huge blot on his copybook"
- synonym:
- blot ,
- smear ,
- smirch ,
- spot ,
- stain
4. Μια πράξη που φέρνει δυσφήμιση στο άτομο που το κάνει
- "Έφτιαξε μια τεράστια κηλίδα στο βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- κηλίδα ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- σημείο ,
- λεπτός
verb
1. Stain by smearing or daubing with a dirty substance
- synonym:
- smear
1. Λεκές με λεκέ ή με λεκέδες με βρώμικη ουσία
- συνώνυμο:
- επίχρισμα
2. Make a smudge on
- Soil by smudging
- synonym:
- smear ,
- blur ,
- smudge ,
- smutch
2. Παραπονιέμαι
- Χώμα με λείανση
- συνώνυμο:
- επίχρισμα ,
- θολούρα ,
- λερώνω ,
- παραλύω
3. Cover (a surface) by smearing (a substance) over it
- "Smear the wall with paint"
- "Daub the ceiling with plaster"
- synonym:
- daub ,
- smear
3. Καλύψτε την επιφάνεια ( με το λέρωμα ) ουσία( πάνω της
- "Εξαντλήστε τον τοίχο με χρώμα"
- "Σβήστε το ταβάνι με γύψο"
- συνώνυμο:
- ντάουμπ ,
- επίχρισμα
4. Charge falsely or with malicious intent
- Attack the good name and reputation of someone
- "The journalists have defamed me!" "the article in the paper sullied my reputation"
- synonym:
- defame ,
- slander ,
- smirch ,
- asperse ,
- denigrate ,
- calumniate ,
- smear ,
- sully ,
- besmirch
4. Χρεώστε ψευδώς ή με κακόβουλη πρόθεση
- Επιτεθείτε στο καλό όνομα και τη φήμη κάποιου
- "Οι δημοσιογράφοι με αψήφησαν!" "το άρθρο στην εφημερίδα κατέστρεψε τη φήμη μου"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- συκοφαντία ,
- ανακατώνω ,
- ασπείρω ,
- δυσφημώ ,
- συκοφαντώ ,
- επίχρισμα ,
- απολυμαντικόσ ,
- βελονιάζω