Translation meaning & definition of the word "smash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνθεση" στην ελληνική γλώσσα
Smash
[Σπάει]noun
1. A vigorous blow
- "The sudden knock floored him"
- "He took a bash right in his face"
- "He got a bang on the head"
- synonym:
- knock ,
- bash ,
- bang ,
- smash ,
- belt
1. Ένα έντονο χτύπημα
- "Το ξαφνικό χτύπημα τον επέπλεξε"
- "Πήρε ένα μπασ στο πρόσωπό του"
- "Έχει ένα κτύπημα στο κεφάλι"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- μπας ,
- μπανγκ ,
- συνθλίβω ,
- ζώνη
2. A serious collision (especially of motor vehicles)
- synonym:
- smash ,
- smash-up
2. Μια σοβαρή σύγκρουση (ειδικά των μηχανοκίνητων οχημάτων)
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- ανακατώνω
3. A hard return hitting the tennis ball above your head
- synonym:
- overhead ,
- smash
3. Μια σκληρή επιστροφή χτυπά την μπάλα του τένις πάνω από το κεφάλι σας
- συνώνυμο:
- εναέρια ,
- συνθλίβω
4. The act of colliding with something
- "His crash through the window"
- "The fullback's smash into the defensive line"
- synonym:
- crash ,
- smash
4. Η πράξη της σύγκρουσης με κάτι
- "Πέφτει από το παράθυρο"
- "Η πλήρης πλήρης επίθεση στην αμυντική γραμμή"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- συνθλίβω
5. A conspicuous success
- "That song was his first hit and marked the beginning of his career"
- "That new broadway show is a real smasher"
- "The party went with a bang"
- synonym:
- hit ,
- smash ,
- smasher ,
- strike ,
- bang
5. Μια εμφανής επιτυχία
- "Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο του χτύπημα και σηματοδότησε την αρχή της καριέρας του"
- "Αυτή η νέα εκπομπή του μπρόντγουεϊ είναι ένας πραγματικός παίκτης"
- "Το πάρτι πήγε με ένα κτύπημα"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- συνθλίβω ,
- παραμορφώνων ,
- απεργία ,
- μπανγκ
verb
1. Hit hard
- "He smashed a 3-run homer"
- synonym:
- smash ,
- nail ,
- boom ,
- blast
1. Χτύπημα
- "Κατέστρεψε έναν 3 χρονο οπαδό"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- καρφί ,
- βραχίονασ ,
- έκρηξη
2. Break into pieces, as by striking or knocking over
- "Smash a plate"
- synonym:
- smash ,
- dash
2. Σπάστε σε κομμάτια, όπως χτυπώντας ή χτυπώντας
- "Πλύνετε ένα πιάτο"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- ταμπλό
3. Reduce to bankruptcy
- "My daughter's fancy wedding is going to break me!"
- "The slump in the financial markets smashed him"
- synonym:
- bankrupt ,
- ruin ,
- break ,
- smash
3. Μείωση στην πτώχευση
- "Ο φανταχτερός γάμος της κόρης μου θα με σπάσει!"
- "Η κατάρρευση στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον κατέστρεψε"
- συνώνυμο:
- χρεοκοπώ ,
- καταστρέφω ,
- σπάω ,
- συνθλίβω
4. Hit violently
- "She smashed her car against the guard rail"
- synonym:
- smash
4. Χτυπήσει βίαια
- "Συνέτριψε το αυτοκίνητό της ενάντια στο φύλακα"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
5. Humiliate or depress completely
- "She was crushed by his refusal of her invitation"
- "The death of her son smashed her"
- synonym:
- crush ,
- smash ,
- demolish
5. Ταπεινώστε ή καταθλίψτε εντελώς
- "Συντρίφθηκε από την άρνηση της πρόσκλησής της"
- "Ο θάνατος του γιου της την κατέστρεψε"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- συνθλίβω ,
- κατεδαφίζω
6. Damage or destroy as if by violence
- "The teenager banged up the car of his mother"
- synonym:
- bang up ,
- smash up ,
- smash
6. Βλάβη ή καταστροφή σαν από τη βία
- "Ο έφηβος χτύπησε το αμάξι της μητέρας του"
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- συνθλίβω
7. Hit (a tennis ball) in a powerful overhead stroke
- synonym:
- smash
7. Χτύπησε (α μπαλ) του τένις σε ένα ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
8. Collide or strike violently and suddenly
- "The motorcycle smashed into the guard rail"
- synonym:
- smash
8. Συγκρούστε ή χτυπήστε βίαια και ξαφνικά
- "Η μοτοσικλέτα έσπασε στη ράγα φρουράς"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
9. Overthrow or destroy (something considered evil or harmful)
- "The police smashed the drug ring after they were tipped off"
- synonym:
- smash
9. Ανατροπή ή καταστροφή (κάτι που θεωρείται κακό ή επιβλαβές)
- "Η αστυνομία έσπασε το δαχτυλίδι των ναρκωτικών αφού είχαν αποκοπεί"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
10. Break suddenly into pieces, as from a violent blow
- "The window smashed"
- synonym:
- smash
10. Σπάστε ξαφνικά σε κομμάτια, όπως από ένα βίαιο χτύπημα
- "Το παράθυρο έσπασε"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
adverb
1. With a loud crash
- "The car went smash through the fence"
- synonym:
- smash ,
- smashingly
1. Με μια δυνατή συντριβή
- "Το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από το φράχτη"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- αποσυντονισμένα