Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "smash" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνθεση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Smash

[Σπάει]
/smæʃ/

noun

1. A vigorous blow

  • "The sudden knock floored him"
  • "He took a bash right in his face"
  • "He got a bang on the head"
    synonym:
  • knock
  • ,
  • bash
  • ,
  • bang
  • ,
  • smash
  • ,
  • belt

1. Ένα έντονο χτύπημα

  • "Το ξαφνικό χτύπημα τον επέπλεξε"
  • "Πήρε ένα μπασ στο πρόσωπό του"
  • "Έχει ένα κτύπημα στο κεφάλι"
    συνώνυμο:
  • χτυπώ
  • ,
  • μπας
  • ,
  • μπανγκ
  • ,
  • συνθλίβω
  • ,
  • ζώνη

2. A serious collision (especially of motor vehicles)

    synonym:
  • smash
  • ,
  • smash-up

2. Μια σοβαρή σύγκρουση (ειδικά των μηχανοκίνητων οχημάτων)

    συνώνυμο:
  • συνθλίβω
  • ,
  • ανακατώνω

3. A hard return hitting the tennis ball above your head

    synonym:
  • overhead
  • ,
  • smash

3. Μια σκληρή επιστροφή χτυπά την μπάλα του τένις πάνω από το κεφάλι σας

    συνώνυμο:
  • εναέρια
  • ,
  • συνθλίβω

4. The act of colliding with something

  • "His crash through the window"
  • "The fullback's smash into the defensive line"
    synonym:
  • crash
  • ,
  • smash

4. Η πράξη της σύγκρουσης με κάτι

  • "Πέφτει από το παράθυρο"
  • "Η πλήρης πλήρης επίθεση στην αμυντική γραμμή"
    συνώνυμο:
  • συντρίβω
  • ,
  • συνθλίβω

5. A conspicuous success

  • "That song was his first hit and marked the beginning of his career"
  • "That new broadway show is a real smasher"
  • "The party went with a bang"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • smash
  • ,
  • smasher
  • ,
  • strike
  • ,
  • bang

5. Μια εμφανής επιτυχία

  • "Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο του χτύπημα και σηματοδότησε την αρχή της καριέρας του"
  • "Αυτή η νέα εκπομπή του μπρόντγουεϊ είναι ένας πραγματικός παίκτης"
  • "Το πάρτι πήγε με ένα κτύπημα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • συνθλίβω
  • ,
  • παραμορφώνων
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • μπανγκ

verb

1. Hit hard

  • "He smashed a 3-run homer"
    synonym:
  • smash
  • ,
  • nail
  • ,
  • boom
  • ,
  • blast

1. Χτύπημα

  • "Κατέστρεψε έναν 3 χρονο οπαδό"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω
  • ,
  • καρφί
  • ,
  • βραχίονασ
  • ,
  • έκρηξη

2. Break into pieces, as by striking or knocking over

  • "Smash a plate"
    synonym:
  • smash
  • ,
  • dash

2. Σπάστε σε κομμάτια, όπως χτυπώντας ή χτυπώντας

  • "Πλύνετε ένα πιάτο"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω
  • ,
  • ταμπλό

3. Reduce to bankruptcy

  • "My daughter's fancy wedding is going to break me!"
  • "The slump in the financial markets smashed him"
    synonym:
  • bankrupt
  • ,
  • ruin
  • ,
  • break
  • ,
  • smash

3. Μείωση στην πτώχευση

  • "Ο φανταχτερός γάμος της κόρης μου θα με σπάσει!"
  • "Η κατάρρευση στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον κατέστρεψε"
    συνώνυμο:
  • χρεοκοπώ
  • ,
  • καταστρέφω
  • ,
  • σπάω
  • ,
  • συνθλίβω

4. Hit violently

  • "She smashed her car against the guard rail"
    synonym:
  • smash

4. Χτυπήσει βίαια

  • "Συνέτριψε το αυτοκίνητό της ενάντια στο φύλακα"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω

5. Humiliate or depress completely

  • "She was crushed by his refusal of her invitation"
  • "The death of her son smashed her"
    synonym:
  • crush
  • ,
  • smash
  • ,
  • demolish

5. Ταπεινώστε ή καταθλίψτε εντελώς

  • "Συντρίφθηκε από την άρνηση της πρόσκλησής της"
  • "Ο θάνατος του γιου της την κατέστρεψε"
    συνώνυμο:
  • συντρίβω
  • ,
  • συνθλίβω
  • ,
  • κατεδαφίζω

6. Damage or destroy as if by violence

  • "The teenager banged up the car of his mother"
    synonym:
  • bang up
  • ,
  • smash up
  • ,
  • smash

6. Βλάβη ή καταστροφή σαν από τη βία

  • "Ο έφηβος χτύπησε το αμάξι της μητέρας του"
    συνώνυμο:
  • πατώ
  • ,
  • συνθλίβω

7. Hit (a tennis ball) in a powerful overhead stroke

    synonym:
  • smash

7. Χτύπησε (α μπαλ) του τένις σε ένα ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο

    συνώνυμο:
  • συνθλίβω

8. Collide or strike violently and suddenly

  • "The motorcycle smashed into the guard rail"
    synonym:
  • smash

8. Συγκρούστε ή χτυπήστε βίαια και ξαφνικά

  • "Η μοτοσικλέτα έσπασε στη ράγα φρουράς"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω

9. Overthrow or destroy (something considered evil or harmful)

  • "The police smashed the drug ring after they were tipped off"
    synonym:
  • smash

9. Ανατροπή ή καταστροφή (κάτι που θεωρείται κακό ή επιβλαβές)

  • "Η αστυνομία έσπασε το δαχτυλίδι των ναρκωτικών αφού είχαν αποκοπεί"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω

10. Break suddenly into pieces, as from a violent blow

  • "The window smashed"
    synonym:
  • smash

10. Σπάστε ξαφνικά σε κομμάτια, όπως από ένα βίαιο χτύπημα

  • "Το παράθυρο έσπασε"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω

adverb

1. With a loud crash

  • "The car went smash through the fence"
    synonym:
  • smash
  • ,
  • smashingly

1. Με μια δυνατή συντριβή

  • "Το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από το φράχτη"
    συνώνυμο:
  • συνθλίβω
  • ,
  • αποσυντονισμένα

Examples of using

"We must smash the dwarves." - "But we are the dwarves!" - "Oh... right."
"Πρέπει να συντρίψουμε τους νάνους." - "Αλλά είμαστε οι νάνοι!" - "Ω. σωστά."
Am I supposed to, single-handedly, strengthened only by the mythical magic of my forebears, in heroic fashion smash his armies and save the beautiful princess from his clutches to finally deliver him to...
Υποτίθεται ότι πρέπει, με το ένα χέρι, να ενισχυθεί μόνο από τη μυθική μαγεία των προγόνων μου, την, με ηρωικό τρόπο συντρίψει τους στρατούς του και να σώσει την όμορφη πριγκίπισσα από τα νύχια του για να τον παραδώσει τελικά...