Translation meaning & definition of the word "smart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξυπνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smart
[Έξυπνος]/smɑrt/
noun
1. A kind of pain such as that caused by a wound or a burn or a sore
- synonym:
- smart ,
- smarting ,
- smartness
1. Ένα είδος πόνου όπως αυτό που προκαλείται από μια πληγή ή ένα έγκαυμα ή μια πληγή
- συνώνυμο:
- έξυπνος ,
- εξυπνάδα ,
- ευφυΐα
verb
1. Be the source of pain
- synonym:
- ache ,
- smart ,
- hurt
1. Γίνε η πηγή του πόνου
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- έξυπνος ,
- πληγώνω
adjective
1. Showing mental alertness and calculation and resourcefulness
- synonym:
- smart
1. Εμφάνιση πνευματικής εγρήγορσης και υπολογισμού και επινοητικότητας
- συνώνυμο:
- έξυπνος
2. Elegant and stylish
- "Chic elegance"
- "A smart new dress"
- "A suit of voguish cut"
- synonym:
- chic ,
- smart ,
- voguish
2. Κομψό και κομψό
- "Κοσμική κομψότητα"
- "Ένα έξυπνο νέο φόρεμα"
- "Ένα κοστούμι βογκού κοπής"
- συνώνυμο:
- κομψό ,
- έξυπνος ,
- βογκού
3. Characterized by quickness and ease in learning
- "Some children are brighter in one subject than another"
- "Smart children talk earlier than the average"
- synonym:
- bright ,
- smart
3. Χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και ευκολία στη μάθηση
- "Μερικά παιδιά είναι πιο φωτεινά στο ένα θέμα από το άλλο"
- "Τα έξυπνα παιδιά μιλούν νωρίτερα από το μέσο όρο"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- έξυπνος
4. Improperly forward or bold
- "Don't be fresh with me"
- "Impertinent of a child to lecture a grownup"
- "An impudent boy given to insulting strangers"
- "Don't get wise with me!"
- synonym:
- fresh ,
- impertinent ,
- impudent ,
- overbold ,
- smart ,
- saucy ,
- sassy ,
- wise
4. Ακατάλληλα προς τα εμπρός ή τολμηρά
- "Μην είσαι φρέσκος μαζί μου"
- "Η επιφάνεια ενός παιδιού να διαλέξει έναν ενήλικα"
- "Ένα ανυπόμονο αγόρι που δόθηκε σε προσβλητικούς ξένους"
- "Μην γίνεσαι σοφός μαζί μου!"
- συνώνυμο:
- φρέσκο ,
- αυθάδησ ,
- απαθής ,
- υπερτιμημένοσ ,
- έξυπνος ,
- πιατάκι ,
- αλλεργικός ,
- σοφός
5. Painfully severe
- "He gave the dog a smart blow"
- synonym:
- smart
5. Οδυνηρά σοβαρή
- "Έδωσε στο σκυλί ένα έξυπνο χτύπημα"
- συνώνυμο:
- έξυπνος
6. Quick and brisk
- "I gave him a smart salute"
- "We walked at a smart pace"
- synonym:
- smart
6. Γρήγορος και γρήγορος
- "Του έδωσα έναν έξυπνο χαιρετισμό"
- "Περπατήσαμε με έξυπνο ρυθμό"
- συνώνυμο:
- έξυπνος
7. Capable of independent and apparently intelligent action
- "Smart weapons"
- synonym:
- smart
7. Ικανή για ανεξάρτητη και προφανώς έξυπνη δράση
- "Έξυπνα όπλα"
- συνώνυμο:
- έξυπνος
Examples of using
Mary is outspoken and smart.
Η Μαρία είναι ειλικρινής και έξυπνη.
Cats are smart.
Οι γάτες είναι έξυπνες.
He's smart, cool and attractive.
Είναι έξυπνος, ελκυστικός και ελκυστικός.