Translation meaning & definition of the word "smallpox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευλογιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Smallpox
[Ευλογιά]/smɔlpɑks/
noun
1. A highly contagious viral disease characterized by fever and weakness and skin eruption with pustules that form scabs that slough off leaving scars
- synonym:
- smallpox ,
- variola ,
- variola major
1. Μια εξαιρετικά μεταδοτική ιογενής ασθένεια που χαρακτηρίζεται από πυρετό και αδυναμία και έκρηξη δέρματος με κρούστες που αφήνουν ουλές
- συνώνυμο:
- ευλογιά ,
- βαριόλα ,
- μεγάλη βαριόλα
Examples of using
Yellow fever and smallpox were no longer a threat.
Ο κίτρινος πυρετός και η ευλογιά δεν αποτελούσαν πλέον απειλή.