Translation meaning & definition of the word "small" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικρό" στην ελληνική γλώσσα
Small
[Μικρό]noun
1. The slender part of the back
- synonym:
- small
1. Το λεπτό μέρος της πλάτης
- συνώνυμο:
- μικρός
2. A garment size for a small person
- synonym:
- small
2. Μέγεθος ενδυμάτων για ένα μικρό άτομο
- συνώνυμο:
- μικρός
adjective
1. Limited or below average in number or quantity or magnitude or extent
- "A little dining room"
- "A little house"
- "A small car"
- "A little (or small) group"
- synonym:
- small ,
- little
1. Περιορισμένος ή κάτω από το μέσο όρο σε αριθμό ή ποσότητα ή μέγεθος ή έκταση
- "Λίγη τραπεζαρία"
- "Ένα μικρό σπίτι"
- "Ένα μικρό αυτοκίνητο"
- "Μια μικρή ομάδα (ορ-)"
- συνώνυμο:
- μικρός ,
- λίγο
2. Limited in size or scope
- "A small business"
- "A newspaper with a modest circulation"
- "Small-scale plans"
- "A pocket-size country"
- synonym:
- minor ,
- modest ,
- small ,
- small-scale ,
- pocket-size ,
- pocket-sized
2. Περιορισμένος στο μέγεθος ή το πεδίο εφαρμογής
- "Μια μικρή επιχείρηση"
- "Μια εφημερίδα με μέτρια κυκλοφορία"
- "Σχέδιο μικρής κλίμακας"
- "Μια χώρα μεγέθους τσέπης"
- συνώνυμο:
- ανήλικος ,
- μέτριος ,
- μικρός ,
- μικρής κλίμακας ,
- μέγεθος τσέπης
3. (of children and animals) young, immature
- "What a big little boy you are"
- "Small children"
- synonym:
- little ,
- small
3. ( των παιδιών και των ζώων) νέος, ανώριμος
- "Τι μεγάλο αγόρι είσαι"
- "Μικρά παιδιά"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- μικρός
4. Slight or limited
- Especially in degree or intensity or scope
- "A series of death struggles with small time in between"
- synonym:
- small(a)
4. Ελαφρά ή περιορισμένη
- Ειδικά σε βαθμό ή ένταση ή πεδίο εφαρμογής
- "Μια σειρά θανάτου αγωνίζεται με μικρό χρόνο στο μεταξύ"
- συνώνυμο:
- μικρο()
5. Low or inferior in station or quality
- "A humble cottage"
- "A lowly parish priest"
- "A modest man of the people"
- "Small beginnings"
- synonym:
- humble ,
- low ,
- lowly ,
- modest ,
- small
5. Χαμηλός ή κατώτερος στο σταθμό ή την ποιότητα
- "Ένα ταπεινό εξοχικό"
- "Ένας ταπεινός ιερέας"
- "Ένας μετριοπαθής άνθρωπος του λαού"
- "Μικρές αρχές"
- συνώνυμο:
- ταπεινός ,
- χαμηλός ,
- χαμηλά ,
- μέτριος ,
- μικρός
6. Lowercase
- "Little a"
- "Small a"
- "E.e.cummings's poetry is written all in minuscule letters"
- synonym:
- little ,
- minuscule ,
- small
6. Πεζά
- "Μικρό α"
- "Μικρό ένα"
- "Η ποίηση των καλοφαγάδων είναι γραμμένη με μικροσκοπικά γράμματα"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- ελάχιστοσ ,
- μικρός
7. (of a voice) faint
- "A little voice"
- "A still small voice"
- synonym:
- little ,
- small
7. ( μιας φωνής) λιποθυμία
- "Μια μικρή φωνή"
- "Μια μικρή φωνή"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- μικρός
8. Have fine or very small constituent particles
- "A small misty rain"
- synonym:
- small
8. Έχετε λεπτά ή πολύ μικρά συστατικά σωματίδια
- "Μια μικρή ομιχλώδης βροχή"
- συνώνυμο:
- μικρός
9. Not large but sufficient in size or amount
- "A modest salary"
- "Modest inflation"
- "Helped in my own small way"
- synonym:
- modest ,
- small
9. Δεν είναι μεγάλο αλλά επαρκές σε μέγεθος ή ποσότητα
- "Μέτριο μισθό"
- "Μετριοπαθής πληθωρισμός"
- "Βοήθησε με τον δικό μου μικρό τρόπο"
- συνώνυμο:
- μέτριος ,
- μικρός
10. Made to seem smaller or less (especially in worth)
- "Her comments made me feel small"
- synonym:
- belittled ,
- diminished ,
- small
10. Φτιαγμένο για να φαίνεται μικρότερο ή λιγότερο (ειδικά σε αξία)
- "Τα σχόλιά της με έκαναν να νιώθω μικρός"
- συνώνυμο:
- υποτιμώ ,
- μειωμένοσ ,
- μικρός
adverb
1. On a small scale
- "Think small"
- synonym:
- small
1. Σε μικρή κλίμακα
- "Σκεφτείτε μικρό"
- συνώνυμο:
- μικρός