Translation meaning & definition of the word "smack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαύρο" στην ελληνική γλώσσα
Smack
[Χαλαρώ]noun
1. A blow from a flat object (as an open hand)
- synonym:
- slap ,
- smack
1. Ένα χτύπημα από ένα επίπεδο αντικείμενο (ας ένα ανοιχτό χειρο)
- συνώνυμο:
- χαστούκι ,
- αποστραγγίζω
2. The taste experience when a savoury condiment is taken into the mouth
- synonym:
- relish ,
- flavor ,
- flavour ,
- sapidity ,
- savor ,
- savour ,
- smack ,
- nip ,
- tang
2. Η γευστική εμπειρία όταν ένα αλμυρό καρύκευμα λαμβάνεται στο στόμα
- συνώνυμο:
- απολαμβάνω ,
- γεύση ,
- χυμώδεσ ,
- αποστραγγίζω ,
- νιπ ,
- τανγκ
3. A sailing ship (usually rigged like a sloop or cutter) used in fishing and sailing along the coast
- synonym:
- smack
3. Ένα ιστιοφόρο (συνήθως είναι στρογγυλεμένο σαν σλοπ ή κοπτ) που χρησιμοποιείται στην αλιεία και την ιστιοπλοΐα κατά μήκος της ακτής
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω
4. Street names for heroin
- synonym:
- big H ,
- hell dust ,
- nose drops ,
- smack ,
- thunder ,
- skag ,
- scag
4. Ονόματα οδών για την ηρωίνη
- συνώνυμο:
- μεγάλο Χ ,
- σκόνη κόλασης ,
- σταγόνες μύτης ,
- αποστραγγίζω ,
- βροντή ,
- σκαντ ,
- απάτη
5. An enthusiastic kiss
- synonym:
- smack ,
- smooch
5. Ένα ενθουσιώδες φιλί
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- ανακατώνω
6. The act of smacking something
- A blow delivered with an open hand
- synonym:
- smack ,
- smacking ,
- slap
6. Η πράξη του να χαλάς κάτι
- Ένα χτύπημα που παραδίδεται με ανοιχτό χέρι
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- εξαπάτηση ,
- χαστούκι
verb
1. Deliver a hard blow to
- "The teacher smacked the student who had misbehaved"
- synonym:
- smack ,
- thwack
1. Παραδώστε ένα σκληρό χτύπημα σε
- "Ο δάσκαλος χτύπησε τον μαθητή που είχε κακή συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- αποτυγχάνω
2. Have an element suggestive (of something)
- "His speeches smacked of racism"
- "This passage smells of plagiarism"
- synonym:
- smack ,
- reek ,
- smell
2. Έχετε ένα στοιχείο που υποδηλώνει κάτι (
- "Οι ομιλίες του καταστράφηκαν από ρατσισμό"
- "Αυτό το απόσπασμα μυρίζει λογοκλοπή"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- περιπλέκω ,
- μυρωδιά
3. Have a distinctive or characteristic taste
- "This tastes of nutmeg"
- synonym:
- smack ,
- taste
3. Έχετε μια χαρακτηριστική ή χαρακτηριστική γεύση
- "Αυτή η γεύση μοσχοκάρυδου"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- γεύση
4. Kiss lightly
- synonym:
- smack ,
- peck
4. Φιλήστε ελαφρά
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- πεκ
5. Press (the lips) together and open (the lips) noisily, as in eating
- synonym:
- smack
5. Πατήστε (τα χείλη) μαζί και ανοίξτε (τα χείλη) θορυβώδη, όπως στο φαγητό
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω
adverb
1. Directly
- "He ran bang into the pole"
- "Ran slap into her"
- synonym:
- bang ,
- slap ,
- slapdash ,
- smack ,
- bolt
1. Άμεσα
- "Έτρεξε χτύπημα στον πόλο"
- "Και χαστούκισε μέσα της"
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- χαστούκι ,
- πασαλειμμένοσ ,
- αποστραγγίζω ,
- μπουλόνι