Translation meaning & definition of the word "slut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slut
[Τσούλα]/slət/
noun
1. A dirty untidy woman
- synonym:
- slattern ,
- slut ,
- slovenly woman ,
- trollop
1. Μια βρώμικη ακατάστατη γυναίκα
- συνώνυμο:
- σκωρία ,
- τσούλα ,
- απερίσκεπτη γυναίκα ,
- τρολό
2. A woman adulterer
- synonym:
- adulteress ,
- fornicatress ,
- hussy ,
- jade ,
- loose woman ,
- slut ,
- strumpet ,
- trollop
2. Μια γυναίκα ενήλικας
- συνώνυμο:
- ενήλικη ,
- πορνεία ,
- ανόητοσ ,
- τζαντ ,
- χαλαρή γυναίκα ,
- τσούλα ,
- στροβίλοσ ,
- τρολό
Examples of using
Everybody already knows you're a slut.
Όλοι ξέρουν ήδη ότι είσαι τσούλα.
The woman who seduced my poor husband is a slut.
Η γυναίκα που αποπλάνησε τον καημένο τον άντρα μου είναι τσούλα.
This journalist is a queen of fake news, some even call her a media slut.
Αυτή η δημοσιογράφος είναι βασίλισσα των ψεύτικων ειδήσεων, κάποιοι μάλιστα την αποκαλούν τσούλα των μέσων ενημέρωσης.