Translation meaning & definition of the word "slurp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slurp
[Σκληρυνθεί]/slərp/
verb
1. Eat noisily
- "He slurped his soup"
- synonym:
- slurp
1. Τρώτε θορυβωδώσ
- "Κατέβασε τη σούπα του"
- συνώνυμο:
- παραφουσκώνω