Translation meaning & definition of the word "slur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slur
[Σκληρυντικόσ]/slər/
noun
1. (music) a curved line spanning notes that are to be played legato
- synonym:
- slur
1. (μουσική) μια καμπύλη γραμμή που εκτείνεται σε νότες που πρέπει να παιχτούν λεγάτο
- συνώνυμο:
- παραφωνώ
2. A disparaging remark
- "In the 19th century any reference to female sexuality was considered a vile aspersion"
- "It is difficult for a woman to understand a man's sensitivity to any slur on his virility"
- synonym:
- aspersion ,
- slur
2. Μια υποτιμητική παρατήρηση
- "Τον 19ο αιώνα οποιαδήποτε αναφορά στη γυναικεία σεξουαλικότητα θεωρούνταν άθλια ασπέραση"
- "Είναι δύσκολο για μια γυναίκα να καταλάβει την ευαισθησία ενός άνδρα σε οποιαδήποτε ύφεση στην αρρενωπότητά του"
- συνώνυμο:
- ασπεργία ,
- παραφωνώ
3. A blemish made by dirt
- "He had a smudge on his cheek"
- synonym:
- smudge ,
- spot ,
- blot ,
- daub ,
- smear ,
- smirch ,
- slur
3. Μια ψεγάδι φτιαγμένη από βρωμιά
- "Είχε ένα λεύκωμα στο μάγουλό του"
- συνώνυμο:
- λερώνω ,
- σημείο ,
- κηλίδα ,
- ντάουμπ ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- παραφωνώ
verb
1. Play smoothly or legato
- "The pianist slurred the most beautiful passage in the sonata"
- synonym:
- slur
1. Παίξτε ομαλά ή λεγάτο
- "Ο πιανίστας υποτίμησε το πιο όμορφο πέρασμα στα σονάτα"
- συνώνυμο:
- παραφωνώ
2. Speak disparagingly of
- E.g., make a racial slur
- "Your comments are slurring your co-workers"
- synonym:
- slur
2. Μιλάω υποτιμητικά
- Π.χ. κάντε μια φυλετική παραγκούπολη
- "Τα σχόλιά σας περιφρονούν τους συναδέλφους σας"
- συνώνυμο:
- παραφωνώ
3. Utter indistinctly
- synonym:
- slur
3. Αποφασιστικά
- συνώνυμο:
- παραφωνώ
4. Become vague or indistinct
- "The distinction between the two theories blurred"
- synonym:
- blur ,
- dim ,
- slur
4. Γίνετε ασαφείς ή αδιαμφισβήτητοι
- "Η διάκριση μεταξύ των δύο θεωριών είναι θολή"
- συνώνυμο:
- θολούρα ,
- αμυδρό ,
- παραφωνώ