Translation meaning & definition of the word "sluggishly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποτονικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sluggishly
[Απατηλά]/sləgɪʃli/
adverb
1. In a sluggish manner
- "The smoke rose sluggishly"
- synonym:
- sluggishly
1. Με αργό τρόπο
- "Ο καπνός αυξήθηκε αργά"
- συνώνυμο:
- αργά