Translation meaning & definition of the word "sluggish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποτονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sluggish
[Σκληρόσ]/sləgɪʃ/
adjective
1. Moving slowly
- "A sluggish stream"
- synonym:
- sluggish ,
- sulky
1. Κινείται αργά
- "Αργή ροή"
- συνώνυμο:
- αργός ,
- ανάλαφρος
2. (of business) not active or brisk
- "Business is dull (or slow)"
- "A sluggish market"
- synonym:
- dull ,
- slow ,
- sluggish
2. (της επιχείρησηςδεν είναι ενεργό ή γρήγορο
- "Η επιχείρηση είναι θαμπό (ορ αργό)"
- "Αργή αγορά"
- συνώνυμο:
- βαρετός ,
- αργός
3. Slow and apathetic
- "She was fat and inert"
- "A sluggish worker"
- "A mind grown torpid in old age"
- synonym:
- inert ,
- sluggish ,
- soggy ,
- torpid
3. Αργή και απαθής
- "Ήταν χοντρή και αδρανής"
- "Αργός εργαζόμενος"
- "Ένα μυαλό που γίνεται φοβερό στα γηρατειά"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- αργός ,
- υγρό ,
- τρομώδησ