Translation meaning & definition of the word "slugger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποτροφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slugger
[Συντρίβων]/sləgər/
noun
1. (baseball) a ballplayer who is batting
- synonym:
- batter ,
- hitter ,
- slugger ,
- batsman
1. (μπασεμπολ) ένας παίκτης μπάλας που κάνει κτύπημα
- συνώνυμο:
- κτύπημα ,
- χτύποσ ,
- λαθρεμπόριο ,
- μπάτσμαν
2. A boxer noted for an ability to deliver hard punches
- synonym:
- slugger ,
- slogger
2. Ένας μπόξερ σημείωσε για την ικανότητα να παραδώσει σκληρές γροθιές
- συνώνυμο:
- λαθρεμπόριο ,
- ανακατώνω