Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "slug" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλάζι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Slug

[Γλιστράω]
/sləg/

noun

1. A projectile that is fired from a gun

    synonym:
  • bullet
  • ,
  • slug

1. Ένα βλήμα που απολύεται από ένα όπλο

    συνώνυμο:
  • σφαίρα
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας

2. A unit of mass equal to the mass that accelerates at 1 foot/sec/sec when acted upon by a force of 1 pound

  • Approximately 14.5939 kilograms
    synonym:
  • slug

2. Μια μονάδα μάζας ίση με τη μάζα που επιταχύνει στο 1 πόδι/δευτερό/δευτερόλεπτο όταν ενεργείται με μια δύναμη 1 κιλού

  • Περίπου 14,5939 κιλά
    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας

3. A counterfeit coin

    synonym:
  • slug

3. Ένα πλαστό νόμισμα

    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας

4. An idle slothful person

    synonym:
  • sluggard
  • ,
  • slug

4. Ένας αδρανής φοβισμένος άνθρωπος

    συνώνυμο:
  • αργώ
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας

5. An amount of an alcoholic drink (usually liquor) that is poured or gulped

  • "He took a slug of hard liquor"
    synonym:
  • slug

5. Μια ποσότητα αλκοολούχου ποτού (συνήθως υγρο) που χύνεται ή κατσαρώνεται

  • "Πήρε ένα γυμνό σκληρό λικέρ"
    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας

6. A strip of type metal used for spacing

    synonym:
  • type slug
  • ,
  • slug

6. Μια λωρίδα τύπου μετάλλου που χρησιμοποιείται για την απόσταση

    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας τύπου
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας

7. Any of various terrestrial gastropods having an elongated slimy body and no external shell

    synonym:
  • slug

7. Οποιοδήποτε από τα διάφορα επίγεια γαστερόποδα που έχουν ένα επιμήκη γλοιώδες σώμα και κανένα εξωτερικό κέλυφος

    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας

8. (boxing) a blow with the fist

  • "I gave him a clout on his nose"
    synonym:
  • punch
  • ,
  • clout
  • ,
  • poke
  • ,
  • lick
  • ,
  • biff
  • ,
  • slug

8. (πυγμα) ένα χτύπημα με τη γροθιά

  • "Του έδωσα μια επιρροή στη μύτη του"
    συνώνυμο:
  • τραβώ
  • ,
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • πουκ
  • ,
  • γλείψιμο
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας

verb

1. Strike heavily, especially with the fist or a bat

  • "He slugged me so hard that i passed out"
    synonym:
  • slug
  • ,
  • slog
  • ,
  • swig

1. Χτυπήστε σε μεγάλο βαθμό, ειδικά με τη γροθιά ή ένα ρόπαλο

  • "Με χτύπησε τόσο δυνατά που πέθανα"
    συνώνυμο:
  • γυμνοσάλιαγκας
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • παραπαίω

2. Be idle

  • Exist in a changeless situation
  • "The old man sat and stagnated on his porch"
  • "He slugged in bed all morning"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • laze
  • ,
  • slug
  • ,
  • stagnate

2. Είμαι αδρανής

  • Υπάρχουν σε μια αμετάβλητη κατάσταση
  • "Ο γέρος κάθισε και στάθηκε στη βεράντα του"
  • "Σφήνωσε στο κρεβάτι όλο το πρωί"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας
  • ,
  • στασιμότητα

Examples of using

Skive and slug.
Φιτίλι και γυμνοσάλιαγκας.