Translation meaning & definition of the word "slowpoke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακουφισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slowpoke
[Αργή πρόσληψη]/sloʊpoʊk/
noun
1. Someone who moves slowly
- "In england they call a slowpoke a slowcoach"
- synonym:
- plodder ,
- slowpoke ,
- stick-in-the-mud ,
- slowcoach
1. Κάποιος που κινείται αργά
- "Στην αγγλία αποκαλούν έναν αργό προπονητή"
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- αργή πρόσληψη ,
- παραπονιέμαι ,
- αργόσχολοσ