Translation meaning & definition of the word "slovenly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλετικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slovenly
[Σλοβενικά]/sləvənli/
adjective
1. Negligent of neatness especially in dress and person
- Habitually dirty and unkempt
- "Filled the door with her frowzy bulk"
- "Frowzy white hair"
- "Slovenly appearance"
- synonym:
- frowsy ,
- frowzy ,
- slovenly
1. Αμέλεια της τακτοποίησης ειδικά στο φόρεμα και το πρόσωπο
- Συνήθως βρώμικο και απερίσκεπτο
- "Γεμίζοντας την πόρτα με τον φρενήρη όγκο της"
- "Ανθισμένα λευκά μαλλιά"
- "Φυλετική εμφάνιση"
- συνώνυμο:
- αποκρουστικός ,
- φρενήρησ ,
- αποτρόπαια