Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sloppy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαλασσινή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sloppy

[Αυθάδης]
/slɑpi/

adjective

1. Lacking neatness or order

  • "A sloppy room"
  • "Sloppy habits"
    synonym:
  • sloppy

1. Έλλειψη τακτοποίησης ή παραγγελίας

  • "Ένα απερίσκεπτο δωμάτιο"
  • "Θαρραλέες συνήθειες"
    συνώνυμο:
  • ακατάστατοσ

2. Wet or smeared with a spilled liquid or moist material

  • "A sloppy floor"
  • "A sloppy saucer"
    synonym:
  • sloppy

2. Υγρό ή λερωμένο με χυμένο υγρό ή υγρό υλικό

  • "Ένα απεχθές πάτωμα"
  • "Ένα ακατάστατο πιατάκι"
    συνώνυμο:
  • ακατάστατοσ

3. (of soil) soft and watery

  • "The ground was boggy under foot"
  • "A marshy coastline"
  • "Miry roads"
  • "Wet mucky lowland"
  • "Muddy barnyard"
  • "Quaggy terrain"
  • "The sloughy edge of the pond"
  • "Swampy bayous"
    synonym:
  • boggy
  • ,
  • marshy
  • ,
  • miry
  • ,
  • mucky
  • ,
  • muddy
  • ,
  • quaggy
  • ,
  • sloppy
  • ,
  • sloughy
  • ,
  • soggy
  • ,
  • squashy
  • ,
  • swampy
  • ,
  • waterlogged

3. ( του εδάφους) μαλακό και υδαρές

  • "Το έδαφος ήταν βουλωμένο κάτω από το πόδι"
  • "Μια ελώδης ακτογραμμή"
  • "Εξεταστικοί δρόμοι"
  • "Υγρή πεδινή γη"
  • "Λασπώδης μπάρνιαρντ"
  • "Τεράστιο έδαφος"
  • "Η σκοτεινή άκρη της λίμνης"
  • "Βαλτώδης ξιφώδης"
    συνώνυμο:
  • παλιοπρακτικόσ
  • ,
  • ελώδησ
  • ,
  • μίρι
  • ,
  • τρυπητός
  • ,
  • λασπώδησ
  • ,
  • τεμπέλησ
  • ,
  • ακατάστατοσ
  • ,
  • υγρό
  • ,
  • τραχύσ
  • ,
  • βάλτο
  • ,
  • υδατοσφαίριση

4. Not fitting closely

  • Hanging loosely
  • "Baggy trousers"
  • "A loose-fitting blouse is comfortable in hot weather"
    synonym:
  • baggy
  • ,
  • loose-fitting
  • ,
  • sloppy

4. Δεν ταιριάζει στενά

  • Κρέμεται χαλαρά
  • "Σακκαλακια παντελονι"
  • "Μια χαλαρή μπλούζα είναι άνετη σε ζεστό καιρό"
    συνώνυμο:
  • τσαντάκι
  • ,
  • χαλαρή τοποθέτηση
  • ,
  • ακατάστατοσ

5. Excessively or abnormally emotional

    synonym:
  • overemotional
  • ,
  • sloppy

5. Υπερβολικά ή ασυνήθιστα συναισθηματική

    συνώνυμο:
  • υπερβολικό
  • ,
  • ακατάστατοσ

6. Marked by great carelessness

  • "A most haphazard system of record keeping"
  • "Slapdash work"
  • "Slipshod spelling"
  • "Sloppy workmanship"
    synonym:
  • haphazard
  • ,
  • slapdash
  • ,
  • slipshod
  • ,
  • sloppy

6. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη απροσεξία

  • "Ένα πιο τυχαίο σύστημα τήρησης αρχείων"
  • "Εργασία από λιποθυμία"
  • "Γραφή του λιφιτσόσου"
  • "Απαίσια εργασία"
    συνώνυμο:
  • χαφάζαρντ
  • ,
  • πασαλειμμένοσ
  • ,
  • παπαγάλοσ
  • ,
  • ακατάστατοσ