Translation meaning & definition of the word "sloppiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θλίψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sloppiness
[Αυθάδεια]/slɑpinəs/
noun
1. The wetness of ground that is covered or soaked with water
- "The baseball game was canceled because of the wateriness of the outfield"
- "The water's muddiness made it undrinkable"
- "The sloppiness of a rainy november day"
- synonym:
- wateriness ,
- muddiness ,
- sloppiness
1. Η υγρασία του εδάφους που καλύπτεται ή εμποτίζεται με νερό
- "Το παιχνίδι του μπέιζμπολ ακυρώθηκε λόγω της υδατότητας του εξωτερικού χώρου"
- "Η λασπωρία του νερού το έκανε αδιάβροχο"
- "Η ακαταστασία μιας βροχερής ημέρας του νοεμβρίου"
- συνώνυμο:
- υδαρή ,
- λασπώδεσ ,
- ακαταστασία
2. A lack of order and tidiness
- Not cared for
- synonym:
- sloppiness ,
- slovenliness ,
- unkemptness
2. Έλλειψη τάξης και τακτοποίησης
- Δεν νοιαζόταν
- συνώνυμο:
- ακαταστασία ,
- αποφλοίωση ,
- ακατανόητο
3. The quality of not being careful or taking pains
- synonym:
- carelessness ,
- sloppiness
3. Η ποιότητα του να μην είστε προσεκτικοί ή να μην παίρνετε πόνους
- συνώνυμο:
- απροσεξία ,
- ακαταστασία
4. Falsely emotional in a maudlin way
- synonym:
- mawkishness ,
- sentimentality ,
- drippiness ,
- mushiness ,
- soupiness ,
- sloppiness
4. Ψευδώς συναισθηματική με έναν τρόπο μαουντλίν
- συνώνυμο:
- τουρκικότητα ,
- συναισθηματικότητα ,
- ακατάστατο ,
- πολυτέλεια ,
- απαλότητα ,
- ακαταστασία