Translation meaning & definition of the word "sloppily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θλιβερά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sloppily
[Απερίσκεπτα]/slɑpəli/
adverb
1. In a sloppy manner
- "This work was done rather sloppily"
- synonym:
- sloppily
1. Με απερίσκεπτο τρόπο
- "Αυτή η δουλειά έγινε μάλλον απερίσκεπτα"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα