Translation meaning & definition of the word "sloop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρόχο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sloop
[Στρίβω]/slup/
noun
1. A sailing vessel with a single mast set about one third of the boat's length aft of the bow
- synonym:
- sloop
1. Ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος με ένα μόνο ιστό που ορίζεται περίπου το ένα τρίτο του μήκους του σκάφους του τόξου
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι