Translation meaning & definition of the word "slobber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λασπότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slobber
[Σφαλιάρησ]/slɑbər/
noun
1. Saliva spilling from the mouth
- synonym:
- drool ,
- dribble ,
- drivel ,
- slobber
1. Σάλιο που χύνεται από το στόμα
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ντρίμπλε ,
- παρακινώ ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Let saliva drivel from the mouth
- "The baby drooled"
- synonym:
- drivel ,
- drool ,
- slabber ,
- slaver ,
- slobber ,
- dribble
1. Αφήστε το σάλιο να φύγει από το στόμα
- "Το μωρό σάλιασε"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- αναταραχή ,
- πλαδαρόσ ,
- απατεώνασ ,
- παραπονιέμαι ,
- ντρίμπλε