Translation meaning & definition of the word "slob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λασπών" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slob
[Σφαγή]/slɑb/
noun
1. A coarse obnoxious person
- synonym:
- slob ,
- sloven ,
- pig ,
- slovenly person
1. Ένας χοντρός απεχθής άνθρωπος
- συνώνυμο:
- πανωλεθρία ,
- σλοβαρόσ ,
- χοίρος ,
- αυθάδης άνθρωπος
Examples of using
You're a slob.
Είσαι ένας παπαγάλος.
Your little brother has the face of a slob!
Ο μικρός σου αδελφός έχει το πρόσωπο ενός λασπών!
I'm a slob.
Είμαι ένας σλομπ.