Translation meaning & definition of the word "slit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slit
[Σχίζω]/slɪt/
noun
1. A long narrow opening
- synonym:
- slit
1. Ένα μακρύ στενό άνοιγμα
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ
2. Obscene terms for female genitals
- synonym:
- cunt ,
- puss ,
- pussy ,
- slit ,
- snatch ,
- twat
2. Άσεμνοι όροι για τα γυναικεία γεννητικά όργανα
- συνώνυμο:
- μουνί ,
- πουλί ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- αρπάζω ,
- τουίτ
3. A depression scratched or carved into a surface
- synonym:
- incision ,
- scratch ,
- prick ,
- slit ,
- dent
3. Μια κατάθλιψη γδαρμένη ή σκαλισμένη σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- τομή ,
- γρατσουνιά ,
- τσιμπώ ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- οδοντωτός
4. A narrow fissure
- synonym:
- slit
4. Μια στενή ρωγμή
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ
verb
1. Make a clean cut through
- "Slit her throat"
- synonym:
- slit ,
- slice
1. Κάντε μια καθαρή κοπή
- "Της έκλεισε το λαιμό"
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ ,
- φέτα
2. Cut a slit into
- "Slit the throat of the victim"
- synonym:
- slit
2. Κόβω μια σχισμή σε
- "Καθαρίστε το λαιμό του θύματος"
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ
Examples of using
Tom and his buddies slit the throats of eleven men and women.
Ο Τομ και οι φίλοι του σχίζουν τους λαιμούς έντεκα ανδρών και γυναικών.
Tom and his buddies slit the throats of eleven men and women.
Ο Τομ και οι φίλοι του σχίζουν τους λαιμούς έντεκα ανδρών και γυναικών.