Translation meaning & definition of the word "slipper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιπέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slipper
[Παντελόνι]/slɪpər/
noun
1. Low footwear that can be slipped on and off easily
- Usually worn indoors
- synonym:
- slipper ,
- carpet slipper
1. Χαμηλά υποδήματα που μπορούν να γλιστρήσουν εύκολα και εύκολα
- Συνήθως φοριέται σε εσωτερικούς χώρους
- συνώνυμο:
- παντόφλες ,
- παντόφλες χαλιών
2. A person who slips or slides because of loss of traction
- synonym:
- skidder ,
- slider ,
- slipper
2. Ένα άτομο που γλιστρά ή γλιστρά λόγω απώλειας έλξης
- συνώνυμο:
- παραλήπτησ ,
- ρυθμιστήσ ,
- παντόφλες