Translation meaning & definition of the word "slippage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πλάγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slippage
[Γλιστρώ]/slɪpɪʤ/
noun
1. A decrease of transmitted power in a mechanical system caused by slipping
- synonym:
- slippage
1. Μείωση της μεταδιδόμενης ισχύος σε μηχανικό σύστημα που προκαλείται από ολίσθηση
- συνώνυμο:
- ολίσθηση
2. Decline from a standard level of performance or achievement
- synonym:
- slippage
2. Μείωση από το τυπικό επίπεδο απόδοσης ή επιτεύγματος
- συνώνυμο:
- ολίσθηση
3. Failing to hold or slipping out of place
- "The knots allowed no slippage"
- synonym:
- slippage
3. Αποτυχία κράτησης ή ολίσθησης έξω από τη θέση του
- "Οι κόμποι δεν επέτρεψαν ολίσθηση"
- συνώνυμο:
- ολίσθηση