Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "slip" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Slip

[Γλιστρώ]
/slɪp/

noun

1. A socially awkward or tactless act

    synonym:
  • faux pas
  • ,
  • gaffe
  • ,
  • solecism
  • ,
  • slip
  • ,
  • gaucherie

1. Μια κοινωνικά αμήχανη ή απρόσεκτη πράξη

    συνώνυμο:
  • πανωφόρια
  • ,
  • γκαφ
  • ,
  • σολκισμό
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • γκακχέρι

2. A minor inadvertent mistake usually observed in speech or writing or in small accidents or memory lapses etc.

    synonym:
  • slip
  • ,
  • slip-up
  • ,
  • miscue
  • ,
  • parapraxis

2. Ένα μικρό ακούσια λάθος που παρατηρείται συνήθως στην ομιλία ή τη γραφή ή σε μικρά ατυχήματα ή μνήμης κλπ.

    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • κακολογώ
  • ,
  • παράπραξη

3. Potter's clay that is thinned and used for coating or decorating ceramics

    synonym:
  • slip

3. Ο πηλός του αγγειοπλάστη που αραιώνεται και χρησιμοποιείται για επικάλυψη ή διακόσμηση κεραμικών

    συνώνυμο:
  • λασπώνω

4. A part (sometimes a root or leaf or bud) removed from a plant to propagate a new plant through rooting or grafting

    synonym:
  • cutting
  • ,
  • slip

4. Ένα μέρος ( μερικές φορές μια ρίζα ή ένα φύλλο ή βουδ) αφαιρείται από ένα φυτό για να διαδώσει ένα νέο φυτό μέσω ριζοβολίας ή μοσχεύματος

    συνώνυμο:
  • κοπή
  • ,
  • λασπώνω

5. A young and slender person

  • "He's a mere slip of a lad"
    synonym:
  • slip

5. Ένας νέος και λεπτός άνθρωπος

  • "Είναι απλά ένα χαρτί ενός παιδιού"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω

6. A place where a craft can be made fast

    synonym:
  • mooring
  • ,
  • moorage
  • ,
  • berth
  • ,
  • slip

6. Ένα μέρος όπου ένα σκάφος μπορεί να γίνει γρήγορα

    συνώνυμο:
  • πρόσδεση
  • ,
  • αγκυροβόλιο
  • ,
  • μπερτ
  • ,
  • λασπώνω

7. An accidental misstep threatening (or causing) a fall

  • "He blamed his slip on the ice"
  • "The jolt caused many slips and a few spills"
    synonym:
  • slip
  • ,
  • trip

7. Ένα τυχαίο παραπάτημα που απειλεί ( προκαλώνταςπτώση

  • "Κατηγόρησε το γλιστρό του στον πάγο"
  • "Το τράνταγμα προκάλεσε πολλές γλιστρήσεις και μερικές διαρροές"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • ταξίδι

8. A slippery smoothness

  • "He could feel the slickness of the tiller"
    synonym:
  • slickness
  • ,
  • slick
  • ,
  • slipperiness
  • ,
  • slip

8. Μια ολισθηρή ομαλότητα

  • "Θα μπορούσε να αισθανθεί την αστάθεια του πηδαλίου"
    συνώνυμο:
  • λειότητα
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • παντόφλες
  • ,
  • λασπώνω

9. Artifact consisting of a narrow flat piece of material

    synonym:
  • strip
  • ,
  • slip

9. Τεχνούργημα που αποτελείται από ένα στενό επίπεδο κομμάτι του υλικού

    συνώνυμο:
  • λωρίδα
  • ,
  • λασπώνω

10. A small sheet of paper

  • "A receipt slip"
    synonym:
  • slip
  • ,
  • slip of paper

10. Ένα μικρό φύλλο χαρτιού

  • "Ένα δελτίο απόδειξης"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • αποτρίχωση του χαρτιού

11. A woman's sleeveless undergarment

    synonym:
  • chemise
  • ,
  • shimmy
  • ,
  • shift
  • ,
  • slip
  • ,
  • teddy

11. Αμάνικο εσώρουχο μιας γυναίκας

    συνώνυμο:
  • χημειοθεραπεύω
  • ,
  • λαμπερός
  • ,
  • μετατόπιση
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • αρκουδάκι

12. Bed linen consisting of a cover for a pillow

  • "The burglar carried his loot in a pillowcase"
    synonym:
  • case
  • ,
  • pillowcase
  • ,
  • slip
  • ,
  • pillow slip

12. Κλινοσκεπάσματα που αποτελούνται από κάλυμμα για μαξιλάρι

  • "Ο διαρρήκτης μετέφερε τα λάφυρα του σε μια μαξιλαροθήκη"
    συνώνυμο:
  • περίπτωση
  • ,
  • μαξιλαροθήκη
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • μαξιλάρι

13. An unexpected slide

    synonym:
  • skid
  • ,
  • slip
  • ,
  • sideslip

13. Μια απροσδόκητη διαφάνεια

    συνώνυμο:
  • αποφλοίωση
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • πλευρικό πλάι

14. A flight maneuver

  • Aircraft slides sideways in the air
    synonym:
  • slip
  • ,
  • sideslip

14. Ένας ελιγμός πτήσης

  • Το αεροσκάφος περνάει πλάγια στον αέρα
    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • πλευρικό πλάι

15. The act of avoiding capture (especially by cunning)

    synonym:
  • slip
  • ,
  • elusion
  • ,
  • eluding

15. Η πράξη της αποφυγής της σύλληψης (ειδικά με πονη)

    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • αποστροφή
  • ,
  • διαφεύγοντασ

verb

1. Move stealthily

  • "The ship slipped away in the darkness"
    synonym:
  • steal
  • ,
  • slip

1. Κινηθείτε κρυφά

  • "Το πλοίο γλίστρησε στο σκοτάδι"
    συνώνυμο:
  • κλέβω
  • ,
  • λασπώνω

2. Insert inconspicuously or quickly or quietly

  • "He slipped some money into the waiter's hand"
    synonym:
  • slip

2. Εισάγετε δυσδιάκριτα ή γρήγορα ή ήσυχα

  • "Γλίστρησε κάποια χρήματα στο χέρι του σερβιτόρου"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω

3. Move obliquely or sideways, usually in an uncontrolled manner

  • "The wheels skidded against the sidewalk"
    synonym:
  • skid
  • ,
  • slip
  • ,
  • slue
  • ,
  • slew
  • ,
  • slide

3. Κινηθείτε λοξά ή πλάγια, συνήθως με ανεξέλεγκτο τρόπο

  • "Οι τροχοί πετούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο"
    συνώνυμο:
  • αποφλοίωση
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • πλοκή
  • ,
  • λεπτόσ
  • ,
  • διαφάνεια

4. Get worse

  • "My grades are slipping"
    synonym:
  • slip
  • ,
  • drop off
  • ,
  • drop away
  • ,
  • fall away

4. Χειροτερεύω

  • "Οι βαθμοί μου γλιστρούν"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • πέφτω
  • ,
  • πετώ

5. Move smoothly and easily

  • "The bolt slipped into place"
  • "Water slipped from the polished marble"
    synonym:
  • slip

5. Κινηθείτε ομαλά και εύκολα

  • "Το μπουλόνι γλίστρησε στη θέση του"
  • "Το νερό γλίστρησε από το γυαλισμένο μάρμαρο"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω

6. To make a mistake or be incorrect

    synonym:
  • err
  • ,
  • mistake
  • ,
  • slip

6. Για να κάνετε ένα λάθος ή να είστε λάθος

    συνώνυμο:
  • ερ
  • ,
  • λάθος
  • ,
  • λασπώνω

7. Pass on stealthily

  • "He slipped me the key when nobody was looking"
    synonym:
  • slip
  • ,
  • sneak

7. Περνάω μυστικά

  • "Μου γλίστρησε το κλειδί όταν κανείς δεν κοιτούσε"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • παραπονιέμαι

8. Move easily

  • "Slip into something comfortable"
    synonym:
  • slip

8. Κινηθείτε εύκολα

  • "Κλείστε σε κάτι άνετο"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω

9. Cause to move with a smooth or sliding motion

  • "He slipped the bolt into place"
    synonym:
  • slip

9. Αιτία για να κινηθεί με μια ομαλή ή συρόμενη κίνηση

  • "Γλίστρησε το μπουλόνι στη θέση του"
    συνώνυμο:
  • λασπώνω

10. Pass out of one's memory

    synonym:
  • slip
  • ,
  • slip one's mind

10. Περάστε από τη μνήμη κάποιου

    συνώνυμο:
  • λασπώνω
  • ,
  • παρασύρω το μυαλό κάποιου

11. Move out of position

  • "Dislocate joints"
  • "The artificial hip joint luxated and had to be put back surgically"
    synonym:
  • dislocate
  • ,
  • luxate
  • ,
  • splay
  • ,
  • slip

11. Απομακρύνομαι από τη θέση

  • "Εξαρθρώνει τις αρθρώσεις"
  • "Η τεχνητή άρθρωση του ισχίου είχε εξαπλωθεί και έπρεπε να επανατοποθετηθεί χειρουργικά"
    συνώνυμο:
  • εξαρθρώνω
  • ,
  • εξαπολύω
  • ,
  • παραφωνώ
  • ,
  • λασπώνω

Examples of using

Anybody could slip up like that.
Ο καθένας μπορεί να γλιστρήσει έτσι.
Luck smiles upon those whom Justice lets slip.
Η τύχη χαμογελάει σε εκείνους που η Δικαιοσύνη αφήνει να γλιστρήσει.
I was trying to follow her, but she gave me the slip.
Προσπαθούσα να την ακολουθήσω, αλλά μου έδωσε την ολίσθηση.