Translation meaning & definition of the word "slingshot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψευδώνυμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slingshot
[Σφεντόνα]/slɪŋʃɑt/
noun
1. A plaything consisting of a y-shaped stick with elastic between the arms
- Used to propel small stones
- synonym:
- slingshot ,
- sling ,
- catapult
1. Μια γείωση που αποτελείται από ένα ραβδί σε σχήμα υ με ελαστικό μεταξύ των χεριών
- Χρησιμοποιείται για να ωθήσει μικρές πέτρες
- συνώνυμο:
- σφεντόνα ,
- καταπέλτησ