Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sling" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπλαχνισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sling

[Σφυρήλατο]
/slɪŋ/

noun

1. A highball with liquor and water with sugar and lemon or lime juice

    synonym:
  • sling

1. Μια μπάλα με λικέρ και νερό με ζάχαρη και χυμό λεμονιού ή λάιμ

    συνώνυμο:
  • σφεντόνα

2. A plaything consisting of a y-shaped stick with elastic between the arms

  • Used to propel small stones
    synonym:
  • slingshot
  • ,
  • sling
  • ,
  • catapult

2. Μια γείωση που αποτελείται από ένα ραβδί σε σχήμα υ με ελαστικό μεταξύ των χεριών

  • Χρησιμοποιείται για να ωθήσει μικρές πέτρες
    συνώνυμο:
  • σφεντόνα
  • ,
  • καταπέλτησ

3. A shoe that has a strap that wraps around the heel

    synonym:
  • slingback
  • ,
  • sling

3. Ένα παπούτσι που έχει ένα λουρί που τυλίγεται γύρω από τη φτέρνα

    συνώνυμο:
  • σφεντόνα

4. A simple weapon consisting of a looped strap in which a projectile is whirled and then released

    synonym:
  • sling

4. Ένα απλό όπλο που αποτελείται από ένα λουρί στο οποίο ένα βλήμα στροβιλίζεται και στη συνέχεια απελευθερώνεται

    συνώνυμο:
  • σφεντόνα

5. Bandage to support an injured forearm

  • Consisting of a wide triangular piece of cloth hanging from around the neck
    synonym:
  • sling
  • ,
  • scarf bandage
  • ,
  • triangular bandage

5. Επίδεσμος για την υποστήριξη ενός τραυματισμένου αντιβράχιου

  • Αποτελείται από ένα ευρύ τριγωνικό κομμάτι ύφασμα που κρέμεται από γύρω από το λαιμό
    συνώνυμο:
  • σφεντόνα
  • ,
  • επίδεσμος μαντίλι
  • ,
  • τριγωνικός επίδεσμος

verb

1. Hurl as if with a sling

    synonym:
  • sling
  • ,
  • catapult

1. Βιαστείτε σαν με μια σφεντόνα

    συνώνυμο:
  • σφεντόνα
  • ,
  • καταπέλτησ

2. Hang loosely or freely

  • Let swing
    synonym:
  • sling

2. Κρεμάστε χαλαρά ή ελεύθερα

  • Αφήστε την ταλάντευση
    συνώνυμο:
  • σφεντόνα

3. Move with a sling

  • "Sling the cargo onto the ship"
    synonym:
  • sling

3. Μετακίνηση με μια σφεντόνα

  • "Σπείρωμα του φορτίου στο πλοίο"
    συνώνυμο:
  • σφεντόνα

4. Hold or carry in a sling

  • "He cannot button his shirt with his slinged arm"
    synonym:
  • sling

4. Κρατήστε ή μεταφέρετε σε μια σφεντόνα

  • "Δεν μπορεί να κουμπώσει το πουκάμισό του με το σφεντόνα του"
    συνώνυμο:
  • σφεντόνα