Translation meaning & definition of the word "slimy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεπτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slimy
[Λεπτόσ]/slaɪmi/
adjective
1. Covered with or resembling slime
- "A slimy substance covered the rocks"
- synonym:
- slimed ,
- slimy
1. Καλυμμένο με ή μοιάζει με λάσπη
- "Μια γλοιώδης ουσία κάλυψε τα βράχια"
- συνώνυμο:
- λεπτύνω ,
- γλοιώδησ
2. Morally reprehensible
- "Would do something as despicable as murder"
- "Ugly crimes"
- "The vile development of slavery appalled them"
- "A slimy little liar"
- synonym:
- despicable ,
- ugly ,
- vile ,
- slimy ,
- unworthy ,
- worthless ,
- wretched
2. Ηθικά κατακριτέα
- "Θα έκανα κάτι τόσο αποτρόπαιο όσο και η δολοφονία"
- "Εγκλήματα"
- "Η άθλια ανάπτυξη της δουλείας τους εξαπάτησε"
- "Ένας γλοιώδης μικρός ψεύτης"
- συνώνυμο:
- απεχθήσ ,
- άσχημοσ ,
- αχρείος ,
- γλοιώδησ ,
- ανάξιοσ ,
- άχρηστοσ ,
- αποτυγχάνω
Examples of using
Something cold and slimy touched Nastya’s cheek, and she cringed, seeing it was a giant tentacle.
Κάτι κρύο και γλοιώδες άγγιξε το μάγουλο της Νάστια, και εκείνη έπληξε, βλέποντας ότι ήταν ένα γιγαντιαίο πλοκάμι.