Translation meaning & definition of the word "slide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλίστρα" στην ελληνική γλώσσα
Slide
[Σύρωση]noun
1. A small flat rectangular piece of glass on which specimens can be mounted for microscopic study
- synonym:
- slide ,
- microscope slide
1. Ένα μικρό επίπεδο ορθογώνιο κομμάτι γυαλιού στο οποίο τα δείγματα μπορούν να τοποθετηθούν για τη μικροσκοπική μελέτη
- συνώνυμο:
- διαφάνεια ,
- διαφάνεια μικροσκοπίου
2. (geology) the descent of a large mass of earth or rocks or snow etc.
- synonym:
- slide
2. (γεωλογία) η κατάβαση μιας μεγάλης μάζας γης ή βράχων ή χιονιού κ.λπ.
- συνώνυμο:
- διαφάνεια
3. (music) rapid sliding up or down the musical scale
- "The violinist was indulgent with his swoops and slides"
- synonym:
- swoop ,
- slide
3. (μουσική ταχεία ολίσθηση πάνω ή κάτω από τη μουσική κλίμακα
- "Ο βιολιστής ήταν απολαυστικός με τα σφυρίγματα και τις διαφάνειές του"
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- διαφάνεια
4. Plaything consisting of a sloping chute down which children can slide
- synonym:
- slide ,
- playground slide ,
- sliding board
4. Παιχνίδι που αποτελείται από μια κεκλιμένη υδατόπτωση που τα παιδιά μπορούν να γλιστρήσουν
- συνώνυμο:
- διαφάνεια ,
- φωτογραφική διαφάνεια παιδικών χαρών ,
- συρόμενος πίνακας
5. The act of moving smoothly along a surface while remaining in contact with it
- "His slide didn't stop until the bottom of the hill"
- "The children lined up for a coast down the snowy slope"
- synonym:
- slide ,
- glide ,
- coast
5. Η πράξη της ομαλής κίνησης κατά μήκος μιας επιφάνειας ενώ παραμένει σε επαφή με αυτήν
- "Η φωτογραφική του διαφάνεια δεν σταμάτησε μέχρι το κάτω μέρος του λόφου"
- "Τα παιδιά παρέταξαν για μια ακτή κάτω από τη χιονισμένη πλαγιά"
- συνώνυμο:
- διαφάνεια ,
- γλιστράω ,
- ακτή
6. A transparency mounted in a frame
- Viewed with a slide projector
- synonym:
- slide ,
- lantern slide
6. Μια διαφάνεια τοποθετημένη σε ένα πλαίσιο
- Προβολή με έναν προβολέα διαφανειών
- συνώνυμο:
- διαφάνεια ,
- φωτογραφική διαφάνεια φανάρι
7. Sloping channel through which things can descend
- synonym:
- chute ,
- slide ,
- slideway ,
- sloping trough
7. Επικλινές κανάλι μέσω του οποίου μπορούν να κατέβουν τα πράγματα
- συνώνυμο:
- υδατοπτώσ ,
- διαφάνεια ,
- πλωτή πόρτα ,
- κεκλιμένη γούρνα
verb
1. Move obliquely or sideways, usually in an uncontrolled manner
- "The wheels skidded against the sidewalk"
- synonym:
- skid ,
- slip ,
- slue ,
- slew ,
- slide
1. Κινηθείτε λοξά ή πλάγια, συνήθως με ανεξέλεγκτο τρόπο
- "Οι τροχοί πετούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο"
- συνώνυμο:
- αποφλοίωση ,
- λασπώνω ,
- πλοκή ,
- λεπτόσ ,
- διαφάνεια
2. To pass or move unobtrusively or smoothly
- "They slid through the wicket in the big gate"
- synonym:
- slither ,
- slide
2. Για να περάσει ή να κινηθεί διακριτικά ή ομαλά
- "Γλίστρησαν μέσα από το φυτίλι στη μεγάλη πύλη"
- συνώνυμο:
- πλημμυρίζω ,
- διαφάνεια
3. Move smoothly along a surface
- "He slid the money over to the other gambler"
- synonym:
- slide
3. Κινηθείτε ομαλά κατά μήκος μιας επιφάνειας
- "Γλίστρησε τα χρήματα στον άλλο παίκτη"
- συνώνυμο:
- διαφάνεια