Translation meaning & definition of the word "sleuth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σλεύκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sleuth
[Σλιούθ]/sluθ/
noun
1. A detective who follows a trail
- synonym:
- sleuth ,
- sleuthhound
1. Ένας ντετέκτιβ που ακολουθεί ένα μονοπάτι
- συνώνυμο:
- λήθαργος ,
- λαγωνικό
verb
1. Watch, observe, or inquire secretly
- synonym:
- spy ,
- stag ,
- snoop ,
- sleuth
1. Παρακολουθήστε, παρατηρήστε ή ερευνήστε κρυφά
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- αναβάλλω ,
- αποφύγετε ,
- λήθαργος