Translation meaning & definition of the word "sleight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανοιχτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sleight
[Αναβολέασ]/slaɪt/
noun
1. Adroitness in using the hands
- synonym:
- dexterity ,
- manual dexterity ,
- sleight
1. Αυτόπτης μάρτυρας στη χρήση των χεριών
- συνώνυμο:
- επιδεξιότητα ,
- χειρωνακτική επιδεξιότητα ,
- λεπτόσ