Translation meaning & definition of the word "sleeve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανίκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sleeve
[Μανίκι]/sliv/
noun
1. The part of a garment that is attached at the armhole and that provides a cloth covering for the arm
- synonym:
- sleeve ,
- arm
1. Το μέρος ενός ενδύματος που είναι συνδεδεμένο στην οπή και που παρέχει ένα πανί που καλύπτει για το βραχίονα
- συνώνυμο:
- μανίκι ,
- βραχίονασ
2. Small case into which an object fits
- synonym:
- sleeve
2. Μικρή θήκη στην οποία ταιριάζει ένα αντικείμενο
- συνώνυμο:
- μανίκι
Examples of using
I have an ace up my sleeve.
Έχω έναν άσσο στο μανίκι μου.
She held him by the sleeve.
Τον κράτησε από το μανίκι.
The men are wearing short sleeve shirts.
Οι άνδρες φορούν κοντό μανίκι πουκάμισα.