Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sleeper" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλακας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sleeper

[Καταφερτής]
/slipər/

noun

1. A rester who is sleeping

    synonym:
  • sleeper
  • ,
  • slumberer

1. Ένας αναπαυτής που κοιμάται

    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ
  • ,
  • παραπονιέμαι

2. A spy or saboteur or terrorist planted in an enemy country who lives there as a law-abiding citizen until activated by a prearranged signal

    synonym:
  • sleeper

2. Κατάσκοπος ή σαμποτέρ ή τρομοκράτης φυτεύτηκε σε μια εχθρική χώρα που ζει εκεί ως νομοταγής πολίτης μέχρι να ενεργοποιηθεί με ένα προκαθορισμένο σήμα

    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ

3. An unexpected achiever of success

  • "The winner was a true sleeper--no one expected him to get it"
    synonym:
  • sleeper

3. Μια απροσδόκητη επιτυχία

  • "Ο νικητής ήταν ένας πραγματικός κοιμητής-κανείς δεν περίμενε να το πάρει"
    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ

4. One of the cross braces that support the rails on a railway track

  • "The british call a railroad tie a sleeper"
    synonym:
  • tie
  • ,
  • railroad tie
  • ,
  • crosstie
  • ,
  • sleeper

4. Ένα από τα σταυρωτά σιδεράκια που υποστηρίζουν τις ράγες σε μια σιδηροδρομική γραμμή

  • "Οι βρετανοί αποκαλούν έναν σιδηροδρομικό δεσμό κοιμώμενο"
    συνώνυμο:
  • γραβάτα
  • ,
  • σιδηροδρομική γραβάτα
  • ,
  • κροσστί
  • ,
  • κοιμώμενοσ

5. A passenger car that has berths for sleeping

    synonym:
  • sleeping car
  • ,
  • sleeper
  • ,
  • wagon-lit

5. Ένα επιβατικό αυτοκίνητο που έχει κουκέτες για ύπνο

    συνώνυμο:
  • υπνοδωμάτιο
  • ,
  • κοιμώμενοσ
  • ,
  • φωτιζόμενο από βαγόνι

6. Pajamas with feet

  • Worn by children
    synonym:
  • sleeper

6. Πιτζάμες με τα πόδια

  • Φοριέται από παιδιά
    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ

7. A piece of furniture that can be opened up into a bed

    synonym:
  • sleeper

7. Ένα έπιπλο που μπορεί να ανοίξει σε ένα κρεβάτι

    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ

8. Tropical fish that resembles a goby and rests quietly on the bottom in shallow water

    synonym:
  • sleeper
  • ,
  • sleeper goby

8. Τροπικά ψάρια που μοιάζει με βότανο και στηρίζεται ήσυχα στο κάτω μέρος σε ρηχά νερά

    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ
  • ,
  • κοιμώμενος βόλος

9. An unexpected hit

  • "That movie was the sleeper of the summer"
    synonym:
  • sleeper

9. Ένα απροσδόκητο χτύπημα

  • "Αυτή η ταινία ήταν ο ύπνος του καλοκαιριού"
    συνώνυμο:
  • κοιμώμενοσ

Examples of using

I'm a late sleeper.
Είμαι αργά κοιμώμενος.
I'm a light sleeper.
Είμαι ένας ελαφρύς κοιμώμενος.
I'm a light sleeper.
Είμαι ένας ελαφρύς κοιμώμενος.