Translation meaning & definition of the word "sledge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασίλειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sledge
[Έλκηθρο]/slɛʤ/
noun
1. A vehicle mounted on runners and pulled by horses or dogs
- For transportation over snow
- synonym:
- sled ,
- sledge ,
- sleigh
1. Ένα όχημα τοποθετημένο σε δρομείς και τραβηγμένο από άλογα ή σκύλους
- Για μεταφορά πάνω από χιόνι
- συνώνυμο:
- έλκηθρο ,
- λεκιάζω
2. A heavy long-handled hammer used to drive stakes or wedges
- synonym:
- maul ,
- sledge ,
- sledgehammer
2. Ένα βαρύ σφυρί με μακριά χέρια που χρησιμοποιείται για την οδήγηση πονταρισμάτων ή σφηνών
- συνώνυμο:
- μαούλ ,
- έλκηθρο ,
- βαριοπούλα
verb
1. Transport in a sleigh
- synonym:
- sledge
1. Μεταφορά σε έλκηθρο
- συνώνυμο:
- έλκηθρο
2. Ride in or travel with a sledge
- "The antarctic expedition sledged along the coastline"
- "The children sledged all day by the lake"
- synonym:
- sledge
2. Βόλτα ή ταξίδι με ένα έλκηθρο
- "Η ανταρκτική αποστολή έλκεται κατά μήκος της ακτογραμμής"
- "Τα παιδιά έλκηθραν όλη την ημέρα δίπλα στη λίμνη"
- συνώνυμο:
- έλκηθρο
3. Beat with a sledgehammer
- synonym:
- sledgehammer ,
- sledge
3. Χτυπήστε με ένα βαριοπούλα
- συνώνυμο:
- βαριοπούλα ,
- έλκηθρο